Καλαματιανός ! Ο πιο γνωστός και διαδεδομένος παραδοσιακός Ελληνικός χορός !!!
Σ' αυτό το ρυθμό έχουν γραφτεί πάρα πολλά τραγούδια και δεν υπάρχει Έλληνες, αλλά και πολλοί ξένοι, έχουν
χορέψει Καλαματιανό και έχουν τραγουδήσει το περίφημο, διάσημο και τόσο πολύ ρυθμικό "Μαντήλι Καλαματιανό".
Δεν υπάρχει γλέντι, δεν υπάρχει γάμος, δεν υπάρχει γιορτή, πανυγήρι που να μην έχει και Καλαματιανό.
Αυτό που δεν μπορούμε να παραλείψουμε είναι ότι οι
Απόδημοι Μεσσήνιοι από όλες τις περιοχές της Ελλάδας σε όποια συγκέντρωση, σε όποια εκδήλωση, σε όποια γιορτή Θρησκευτική ή Εθνική, πάντα υπάρχει και ένα τραγούδι σε ρυθμό "Καλαματιανού"
Τα παλιά καλά χρόνια σε όλη τη Μεσσηνία τραγούδαγαν πολλά τραγούδια της Μεσσηνίας. Εμείς στη σημερινή μας δημοσίευση παρουσιάζουμε 32 τραγούδια της Μεσσηνίας γνωστά ή λιγότερο γνωστά που τα τραγουδάμε ακόμη και σήμερα.
1. ΦΙΛΟΙ ΚΑΛΩΣ ΣΑΣ ΒΡΗΚΑΜΕ
(Του γάμου, το τραγουδούν οι συγγενείς και φίλοι του γαμπρού
όταν την Παρασκευή έπαιρνα τα προικιά της νύφης)
φίλοι ωχ φίλοι, καλώς σας βρήκαμε φίλοι καλώς σας βρήκαμε ν’ αρχοντοσυμπεθέροι (δις)
ν’ εμείς ωχ ν’ εμείς εδώ δεν ήρθαμε ν’ εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε (δις)
τα ρου – ωχ τα ρούχα μας θα πάρουμε τα ρούχα μας θα πάρουμε, κι’ έχετε γεια θα πούμε (δις)
ν’ όσα, ωχ ν’ όσα στολίδια έχουνε ν’ όσα στολίδια έχουνε, νύφη μου τα προικιά σου (δις)
τόσα ω τόσα να ‘ναι τα χρόνια σου τόσα να ‘ναι τα χρόνια σου, και τόσα τα καλά σου (δις)
2. ΜΑΝΤΗΛΙ ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟ
Μαντήλι Καλαματιανό, φορείς στον άσπρο σου λαιμό.
Σαν πας στην Καλαμάτα και ρθείς με το καλό,
φέρε μου ένα μαντήλι να δέσω στο λαιμό.
Μαντήλι Καλαματιανό, φορείς στον άσπρο σου λαιμό.
Έλα πουλί μου έλα, αν μ’ αγαπάς εμένα.
Πέστο μάτια μου το ναι, δεν θαύρεις άλλον σαν κι εμέ.
Σαν πας στην Καλαμάτα και ρθείς με το καλό
φέρε μου ένα μαντήλι να δέσω στο λαιμό.
Σαν έρθουν και σου πούνε μικρό να παντρευτείς
την άρρωστη να κάνεις να μην παραδεχτείς.
Μαντήλι Καλαματιανό, φορείς στον άσπρο σου λαιμό.
Έλα πουλί μου έλα, αν μ’ αγαπάς εμένα.
3. ΑΡΓΙΤΟΠΟΥΛΑ
(Καλαματιανό)
Για πες μας γιω, αμαν αργειτοπούλα μου
για πες μας Γιώργο πια αγαπάς
για πες μας Γιώργο πια αγαπάς αμάν
στην περα γειτονιά που πας.
Μια Αργιτοπούλα, αμάν Αργιτοπούλα μου
μια Αργιτοπούλα αγαπώ
μια Αργιτοπούλα αγαπώ αμάν
κι’ όλη μερίς την τραγουδώ.
Κι’ Αργιτοπού, αμαν Αργιτοπούλα μου
κι’ Αργιτοπούλα μια ναζού
κι’ Αργιτοπούλα μια ναζού αμαν
αυτή μου σήκωσε το νου.
4. ΝΥΦΗ ΜΟΥ ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΕΣ
(Ότα Νύφη ωχ νύφη μουκαλωσόρισες (δις)
νύφη μου καλωσόρισες μες του γαμπρού το
σπίτι
Σαν κυ – ωχ σαν κυπαρίσσι να σταθείς (δις)
σαν κυπαρίσσι να σταθείς σαν δέντρο να ρ και σα ωχ και σαν μηλιά γλυκομηλιά
και σα ωχ και σαν μηλιά γλυκομηλιά τους κλώνους σου ν’ απλώσεις να κα – ωχ να κάνεις τρεις καλούς ιγιούς
να κάνεις τρεις καλούς ιγιούς και τρεις καλούς λεβέντες
ν’ ένας – ωχ ν’ ένας να γίνει στρατηγός κι’ ο άλλος καπετάνιος
ν’ ένας να γίνει στρατηγός κι’ ο άλλος καπετάνιος
ν’ ο τρί – ωχ ν’ ο τρίτος ο μικρότερος ν’ ο τρίτος ο μικρότερος κατής να πάει να κραίνει
να κραι – ωχ να κραίνει τους ανύπαντρους
να κραίνει τους ανύπαντρους τους αρραβωνιασμένους.
5. ΓΑΜΠΡΕ ΜΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ
(Όταν χορεύει ο γαμπρός)
Γαμπρέ ω γαμπρέ μου σε παρακαλώ
Γαμπρέ ω γαμπρέ μου σε παρακαλώ μια χάρη να μας κάνεις (δις)
Το ά – ω το άνθος που σου δώσαμε
το άνθος που σου δώσαμε να μη μας το μαράνεις
γαρύ – ω γαρύφαλλο να το κρατάς
γαρύφαλλο να το κρατάς και μήλο να το παίζεις
6. ΝΑ ‘ΧΑ ΝΕΡΑΤΖΙ
( Πελοπόννησος)
Να ‘χα νεράτζι να μωρέ νάριχνα
στο πε καλέ στο πέρα παραθύρι
να τσάκιζα – να τσάκιζα το μαστραπά ρόϊδο μου
Να τσάκιζα το
μαστραπά
πω ‘χει καλέ πω ‘χει
το μόσχο μέσα
το μόσχο – το μόσχο το τριαντάφυλλο
Ρόϊδο μου
Το μόσχο το
τριαντάφυλλο
και τη μανά μ’ και την κανέλα αντάμα
το μαντηλα – μαντηλάκι όπου κεντάς Ρόϊδο μου
Το μαντηλάκι που μωρέ που κεντάς
σε με καλέ σε μένα να το στείλεις
να μη το στει μη το στείλεις μοναχό Ρόϊδο μου
παρά καλέ παρά με την αγάπη και κείνη το και κείνη το παράκουσε Ρόϊδο μου
Να μη το στειλεις μο μωρέ μοναχό |
Και κείνη το παράκουσε
και μο καλέ και μοναχό το στέλνει.
Αν θε ν’ ακούσετε βιολιά, κλαρίνα, μαντολίνα,
περάστ’ απ’ την Αναβερτή.
Περάστ’ απ’ την Αναβερτή και τη Φανερωμένη,
Εκεί βαρούνε τα βιολιά, κλαρίνα, μαντολίνα.
Εκεί βαρούνε τα βιολιά, κλαρίνα, μαντολίνα.
Μπροστά χορεύει η Γαλανή.
Μπροστά χορεύει η Γαλανή και σειέτε και λυγιέται.
Κι από το σείσι το πολύ
Κι από το σείσι το πολύ και τα κουνήματα της.
Της κόπει τ’ αργυρό κουμπί.
Της κόπει τ’ αργυρό κουμπί και φάνηκ’ ο λαιμός της.
Άλλοι το λένε μάλαμα, κι άλλοι το λεν’ ασήμι.
Δεν είναι ούτε μάλαμα. Δεν είναι ουτ’ ασήμι.
Είναι της κόρης ο λαιμός…
8. ΚΟΥΜΠΑΡΕ ΠΟΥ ΣΤΕΦΑΝΩΣΕΣ
(Όταν χορεύει ο κουμπάρος)
Κουμπά ω κουμπάρε που στεφάνωσες
κουμπάρε που στεφάνωσες τα δύο τα κυπαρίσσια (δις)
να σ’ α – ω να σ’ αξιώσει ο Θεός
να σ’ αξιώσει ο Θεός να ‘σαι και στα βαφτίσια
κουμπά – ω κουμπάρε που τους έβαλες
κουμπάρε που τους έβαλες ολόχρυσο στεφάνι
να σ’ α – ω να αξιώσει ο Θεός
να σ’ αξιώσει ο Θεός να βάλεις και το λάδι.
9. ΤΟΥ ΖΕΥΓΑΡΙΟΥ
Σήμερα γάμος γίνεται σ’ ωραίο περιβόλι
Παντρεύεται ο Αυγερινός, την Πούλια κάνει ταίρι και τα’ άστρα συμπεθέροι.
Γαμπρέ τη νύφη ν’ αγαπάς να μην την εμαλώνεις,
Γαρούφαλο να την κρατάς, κορώνα να την έχεις.
Γαμπρέ μου σε παρακαλώ μια χάρη να μας κάνεις
το άνθος που σου δώκαμε να μη μας το μαράνεις.
10. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΑ
Σε γέλασε Παρασκευούλα μου
Σε γέλασε ένα Δημαρχόπουλο.
Σούπε πως θα σε πάρει, γιατί δεν παντρεύεσαι
σούπε πως θα σε πάρει, δεν προξενεύεσαι.
Παν’ τα νιάτα, παν κάλλη
δεν ξαναγυρίζουν πάλι (δις)
Έχεις αμπέλια στη Βλαχιά,
Σπίτια στο
Βουκουρέστι, για δεν παντρεύεσαι
σπίτια στο Βουκουρέστι, δεν παντρεύεσαι.
Παν’ τα νιάτα, παν τα κάλλη
δεν ξαναγυρίζουν πάλι (δις)
11. Η ΠΡΟΣΦΥΓΓΟΥΛΑ
‘
Αρχοντονιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα
Προσφυγγούλα μαυρομάτα μου, και παίρνει προσφυγγούλα
Προσφυγγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Η μάνα του σαν τ’ άκουσε πολύ της κακοφάνει.
Προσφυγγούλα μαυρομάτα μου.
Πολύ της κακοφάνει προσφυγγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Πιάνει δυό φίδια ζωντανά, τα ξεροτηγανίζει.
Προσφυγγούλα μαυρομάτα μου, τα ξεροτηγανίζει
Προσφυγγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Έλα νύφη, κάτσε να φας χέλια τηγανισμένα.
Προσφυγγούλα μαυρομάτα μου.
Χέλια τηγανισμένα
Προσφυγγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Πρώτη μπουκιά που δάγκωσε, την πνίγει το φαρμάκι,
Προσφυγγούλα μαυρομάτα μου.
την πνίγει το φαρμάκι,
Προσφυγγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Μάνα κρασί…μάνα νερό…να πνίξω το φαρμάκι,
Προσφυγγούλα μαυρομάτα μου.
να πνίξω το φαρμάκι,
Προσφυγγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Εμείς κρασί δεν έχουμε. Στα μαγαζιά πουλάνε,
Προσφυγγούλα μαυρομάτα μου
Στα μαγαζιά πουλάνε,
Προσφυγγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Και το νερό μας σώθηκε. Στη βρύση πάω να φέρω,
Προσφυγγούλα μαυρομάτα μου
Στη βρύση πάω να φέρω,
Προσφυγγούλα σε κλαίν’ τα μάτια μου.
12. ΝΕΡΑΤΖΟΥΛΑ
(Της ξενητειάς)
Νερατζούλα φουντωμένη που ‘ναι τα’ άνθη σου που ‘ναι η πρώτη σου ομορφάδα και τα κάλη σου ; φύσηξε βοριάς αγέρας και τα τίναξε, κι η φουρτούνα του πελάγου τ’ αποχάλασε.
Σε παρακαλώ βοριά μου φύσα ταπεινά, για ταπείνωσ’ την αντάρα και τον κουρνιαχτό,
τη βοή σου τη μεγάλη και τον αχητό * για ν’ αράξουν τα καράβια τα Σπετσιώτικα να ‘ρθουν και τα παλικαριά τα νησιώτικα. Όλα τα καράβια αράξαν, κι ‘όλα φάνηκαν, κι ο λεβέντης ο δικός μου δεν εφάνηκεν, και ποιος ξέρει σε τι κύμα δέρνει να πνιγεί ; και δεν κλαις την ομορφιά σου, κόρη ν’ όμορφη, μόνε κλαίς τον
ταξιδιάρη που σ’ απάριασε ** τάχα ποιάν θε να φιλήσει τα μεσάνυχτα τάχα ποιαν θεν’ αγαπήσει το ξημέρψμα.
* αχητός = κρότος ήχος ** απάριασε = άφησε
13. Η ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΑ
Περδικούλα ημέρωνα, μ[ αυτή μου αγριευότανε.
Εκείνη μ’ αγριευότανε και δεν με θαρρευότανε.
Θύμωσα την έδειρα, στα βουνά την έστειλα.
Στα βουνά τα πετρωτά, στα λαγκάδια τα βαθειά.
Μια σχόλη και μια Κυριακή, πέρασα κι εγώ απ’ εκεί.
Την ακώ να κελαηδεί μεσ’ του οχτρού μου την αυλή.
Της μιλώ…. Δεν μου μιλά κι όλο μ’ άγριο με κοιτά.
«πέτα περδικούλα μου, κι έλα στα χερούλια μου.
Κι αν σε ξαναδείρω εγώ σε εκκλησιά να μην εμπώ.
Σε εκκλησιά να μην εμπώ, και να μην λειτουργηθώ..»
«Τι καλό να θυμηθώ, για να πετάξω και να ρθω;»
«Τι καλό να θυμηθώ, για να πετάξω και να ρθω;»
14. ΔΙΑΜΑΝΤΟΥΛΑ
Στα 3α της αγάπης
Κάτω στα δασιά τα πλατάνια
κάτω στα δασιά τα πλατάνια
και στην κρυόβρυση Διαμαντούλα
και στην κρυόβρυση.
και στην κρυόβρυση Διαμαντούλα
και στην κρυόβρυση.
Κάθονται τρία παλικαριά
κάθονται τρία παλικάρια
και μια λυγερή
Διαμαντούλα μ’ και μια λυγερή
Διαμαντούλα μ’ και μια λυγερή
κάθονται και τρώνε πίνουν
κάθονται και τρώνε και
κάθονται και τρώνε και
πίνουν
και την ερωτούν Διαμαντούλα μ’
και την ερωτούν
Διαμαντούλα μ’ τι είσαι τέτοια Διαμαντούλα μ’ τι είσαι τέτοια
τέτοια κίτρινη Διαμαντούλα μ’
τέτοια κίτρινη.
τέτοια κίτρινη Διαμαντούλα μ’
τέτοια κίτρινη.
Μην ο ίσκιος σε πλακώνει
μην το φάντασμα Διαμαντούλα μ' μην το φάντασμα.
μην το φάντασμα Διαμαντούλα μ' μην το φάντασμα.
Μάιδε ο ίσκιος με πλακώνει,
Μάιδε ο ίσκιος με πλακώνει,
μάιδε το φάντασμα Διαμαντούλα μ’ μάιδε το φάντασμα.
15. TOΥ ΦΛΕΣΣΑ Η ΜΑΝΑ
Του Φλε’ βρ’ αμάν του Φλέσσα η μάνα κάθονταν
του Φλέσσα η μάνα κάθονταν στην Πολιανή τη ράχη
τα κο βρ’ αμάν τα κοντοβούνια αγνάντευε
τα κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτούσε
πουλά βρ’ αμάν πουλάκια μ’ αηδονάκια μου
πουλάκια μ’ κι αηδονάκια μου που ‘ρχέστε στον αέρα
μην ει βρ’ αμάν μην είδατε το γυιόκα μου
μην είδατε το γυιόκα μου το Φλέσσα αρχιμανδρίτη.
16. ΑΣ ΠΑΝ’ ΝΑ ΙΔΟΥΝ …….
Ας παν’ να ιδούν τα μάτια μου
πως τα περνά η αγάπη μου.
Μην ηύρ’ αλλού κι αγάπησε
Και μένα μ’ απαράτησε.
Ποιος στόπε βρε μελαχροινό
ποιος στόπε πως δεν σ’ αγαπώ.
Αν στοπ’ ο Ήλιος να μη βγει
τα’ άστρι να μην ξημερωθεί.
Αν στόπανε στη γειτονιά
εκεί δουλεύει η ρουφιανιά.
Κι αν στόπανε στα καπηλιά
Να τους ξυδώσουν τα κρασιά.
17. ΣΟΥΛΙΜΙΩΤΙΣΣΑ
(Αποκριάτικο)
Δε φταί – μωρέ δε φταίνε τα γλυκά κρασιά
άϊντε δε φταίν τα παλικά – παλικάρια μ’ Σουλιμιώτισσα
Σουλιμιώτισσα με λένε κι αν σ’ αρέσει γύρεψέ με
άϊντε δε φταίν τα παλικά – παλικάρια μ’ Σουλιμιώτισσα
Σουλιμιώτισσα με λένε κι αν σ’ αρέσει γύρεψέ με
Το φταίν’ μωρέ οι Σουλιμιώτισσες άϊντε που βάζουν το κρασί –
το φτιασίδι μ’ Σουλιμιώτισσα Σουλικιώτισσα κυρά μου,
μου χεις κάψει την καρδιά μου
το φτιασίδι μ’ Σουλιμιώτισσα Σουλικιώτισσα κυρά μου,
μου χεις κάψει την καρδιά μου
Το βα – μωρέ το βάζουν νιες το βάζουν γριές
άϊντε το βάζουν παντρεμέ –
παντρεμένες Σουλιμιώτισσα
άϊντε το βάζουν παντρεμέ –
παντρεμένες Σουλιμιώτισσα
Σουλιμιώτισσα Σουλτάνα θε να κοιμηθούμε αντάμα.
Το βα – μωρέ το βάζουν και οι παπαδιές
άϊντε κι’ αφήνουν τους παπά – τους παπάδες Σουλιμιώτισσα Σουλιμιώτισσα κυρά μου μου ‘χεις κάψει την καρδιά μου.
άϊντε κι’ αφήνουν τους παπά – τους παπάδες Σουλιμιώτισσα Σουλιμιώτισσα κυρά μου μου ‘χεις κάψει την καρδιά μου.
ποιος είδε ψά γειά σου Αρκαδιανή
ποιος είδε ψα βρε ψάρι στο βουνό
και θάλασσα σπαρμένη Αρκαδιανή καϋμένη
Ποιος είδε τη γεια σου Αρκαδιανή
ποιος είδε τη βρε την Αρκαδιανή
στα κλέφτικα ντυμένη Αρκαδιανή καημένη
Δώδεκα χρό γειά σ’ Αρκαδιανή
Δώδεκα χρο βρε χρόνους έκαμε
Στα κλέφτικα ντυμένη
Αρκαδιανή καημένη
Κανείς δε τη γεια σου Αρκάδιανη
κανείς δε τη δε την εγνώρισε
πως ήταν κλεφτοπούλα
καημένη Αρκαδιανούλα
Παρά μια με γεια σου Αρκαδιανή
παρά μια με μια μέρα Κυριακή
που ρίχναν στο σημάδι
και πάλι κάτι εφάνη
που ρίχναν στο σημάδι
(Συρτός)
Στον Άδη θα κατέβω και στο
παράδεισο
το χάρο ν’ ανταμώσω δυό λόγια να του πω.
Χάρε, για χάρισε μου, σαίτες κοφτερές
να βγω να σαϊτέψω δύο – τρείς μελαχροινές
να βγω να σαϊτέψω δύο – τρείς μελαχροινές
Τη μια την λέν’ Ελένη την άλλη
Μαριγώ. Την Τρίτη τη μικρούλα θα τη στεφανωθώ
Μαριγώ. Την Τρίτη τη μικρούλα θα τη στεφανωθώ
Που ‘χει στα χείλια βάμμα στο μάγουλο
ελιά
κι’ απ’ έξω απ’ την αυλή της
χρυσή πορτοκαλιά
Κάνει τα πορτοκάλια κι’ όλα μαραίνονται
κι’ αυτά τα παλικάρια δαιμονίζονται
Χάρε για χάρισέ μου σαίτες κοφτερές
να βγω να σαϊτέψω δύο – τρεις μελαχροινές
(Της αγάπης και του έρωτα)
Ένας νιός γραμμένα μου μάτια
ένας νιός ‘να παλληκάρι (δις)
σαν τ’ αστρί σαν το φεγγάρι
ήτανε γραμμένα μου μάτια
ήτανε γραμμάτισμένος
στην αγάπη μπερδεμένος
το κατή – γραμμένα μου μάτια
το κατήντησε για αγάπη (δις)
πέντε χρόνια στο κρεβάτι
και οι γονιοί γραμμένα μου μάτια
ξήντα δυο γιατρούς εφέραν
σύρτε φε – γραμμένα μου μάτια
σύρτε φέρτε την αγάπη (δις)
λέει ο νιός απ’ το κρεβάτι
πάτησε γραμμένα μου μάτια
πάτησε για αγάπη στη σκάλα (δις)
κι’ αναστήθηκε μια στάλα
πάτησε γραμμένα μου μάτια
πάτησε για αγάπη στην πόρτα (δις)
Για μια Γαργα κι αμάν (ωχ) αμάν – αμάν
για μια Γαργαλιανιώτισα
για μια Γαργαλιανιώτισα (αχ)
κι απάνω μαχαλιώτισα
δέρνει τη θυ – κι αμάν ωχ αμάν – αμάν
δερνεί τη θυγατέρα της (ΜΑ)
δέρνει τη θυγατέρα της
κρυφά από τον πατέρα της.
Δείρε με μα κι αμάν ωχ αμάν – αμάν
δείρε με μάνα μ’ σιγαλά (ΜΑ)
δείρε με μάνα μ’ σιγαλά
μη μας ακούσει γειτονιά.
Μωρ’ πουν’ τα δα κι αμάν ωχ αμάν – αμάν
μωρ’ πουν’ τα δαχτυλίδια σου (ΜΑ)
μωρ’ πουν’ τα δαχτυλίδια σου (αχ)
μαύρα γλαρά τα φρύδια σου.
Μανά μ’ ο Γιω κι αμάν ωχ αμάν – αμάν
μανά μ’ ο Γιώργος τα φορεί (ΜΑ)
μανά μ’ ο Γιώργος τα φορεί
από την άλλη Κυριακή {και στην πλατεία σεργιανεί}
Ας τα φορεί κι’ αμάν ωχ αμάν – αμάν
ας τα φορεί κι’ ας χαίρεται (ΜΑ)
ας τα φορεί κι’ ας χαίρεται
τη Κυριακή παντρεύεται.
(της αγάπης)
Μάνα καλέ μανά μάνα μ’ σγουρός βασιλικός
μάνα σγουρός βασιλικός πλατύφυλλος και δροσερός
μάνα καλέ μάνα μάνα μου ποιος τον πότιζε
μάνα μου ποιος τον πότιζε και τον εκορφολόγιζε
κι’ εκά καλέ κι’ εκά κι εκάμε κλώνους και κλωνιά
έκαμε κλώνους και κλωνιά και σκέπασε τη γειτονιά
κι εσκέ καλέ μάνα μ’ και σκέπασε και μένανε
κι εσκέπασε και μένανε που μ’ έχει μάνα μ’ ένανε.
(Της αγάπης)
γαλάζια καλέ γαλάζια που’ ναι η θάλασσα (δις)
μελαχρινό το κύμα, σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα
θυμάσαι καλέ θυμάσαι που σε φίλησα
μες’ τ’ αμπέλι στη σταφίδα, σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα
και βάλα καλέ και βάλαμε και μάρτυρα
μια βεργούλα από το κλίμα σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα
κι’ έχασα καλέ κι’ έχασα το ρολόι μου
με ολόχρυση καδένα σ’ αγαπώ δεν είναι ψέμα
κι’ αν το βρει καλέ κι αν το βρει νιος να το χαρεί
γιεμ’ και γέρος να το δώσει γιατί θα το μετανιώσει
κι’ αν το βρει η αγάπη μου ας το βάλει στο λαιμό της
να περνάει τον καιρό της.
24. ΤΟΥ ΑΡΡΑΒΑς παν να ιδούν τα μάτια μου πως τα περνά η αγάπη μου μην ήβρε αλλού κι αγάπησες και μένα με παράτησε
Ποιος το είπε
δεντρουλάκιμου
δε σ’ αγαπώ πουλί πουλάκι μου
Αν τόι’ πε ο ήλιος να μη βγει
Τ’ άστρι να μην ξημερωθεί
κι’ αν το ‘πε το ρηγόπουλο
της Πάτρας τα’ αρχοντόπουλο
Χήρα να ιδώ τη μάνα του
στα μαύρα τη κουνιάδα του
την αδερφή του βρε καλογριά
στων καλογέρων βρε τα κελιά
25. ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Η ΜΑΝΑ
(Συρτός)
Του Γιώργου η μα – γειά σου Γιώργο μου
του Γιώργου η μάνα έλεγε (δις)
του Γιώργου καλέ η μάνα λέει
Γιώργο μ’ για δε – γειά σου Γιώργο μου
Γιώργο μου για δεν παντρεύεσαι (δις)
να πα – καλέ να πάρεις μια γυναίκα
Να μη ζητά – γειά σου Γιώργο μου
να μη ζητήσεις χρήματα (δις)
αμπέλια καλέ και χωράφια Παρά να είν’ γειά σου Γιώργο μου παρά να είναι έμορφη (δις)
να χει καλέ – να’ χει και μαύρα μάτια
Να ξέρει ρο - γειά σου Γιώργο μου
να ξέρει ρόκα κι’ αργαλειό (δις)
να ξε – καλέ να ξέρει να κεντάει
Το κέντημα γειά σου Γιώργο μου
Το κέντημα είναι γλέντημα
Κι΄ η ρόκα είναι σεργιάνι
Κι’ αυτός ο έ – γειά σου Γιώργο μου
Κι’ αυτός ο έρμος αργαλιός
Είναι σκλαβιά μεγάλη.
26. Ο ΛΥΓΚΟΣ
Ένας μοίραρχος ανθυπομοίραρχος κι’ ένας συνταγματάρχης
όλο ρώταγε καπετάνιε μ’ όλο ρω – ρε ρώταγε
όλο ρώταγε καπετάνιε μ’ όλο ρω – ρε ρώταγε
Όλο ρώταγε και ξαναρώταγε πουλάκια μ’ κι’ αηδονάκια μ’
μην τον είδατε καπετάνιε μ’ μην τον ει – τον είδατε
Μην τον είδατε τον απαντήσατε αυτόν τον γέρο Λύγκο
τον αρχιληστή καπετάνιε μ’ τον αρχι – αρχιληστή.
μην τον είδατε καπετάνιε μ’ μην τον ει – τον είδατε
Μην τον είδατε τον απαντήσατε αυτόν τον γέρο Λύγκο
τον αρχιληστή καπετάνιε μ’ τον αρχι – αρχιληστή.
Εψές τον είδαμε τον απαντήσαμε σ’ ενός βλάχου τη στάνη
και ‘τρωε και πινε καπετάνιε μ’ και ‘τρωε και βρε και πινε
και ‘τρωε και πινε καπετάνιε μ’ και ‘τρωε και βρε και πινε
Και τρωε και πινε και ξανα έπινε αρνιά και γουρνοπούλες
τον κερνάγανε καπετάνιε μ’ τον κερνά - κερνάγανε
τον κερνάγανε καπετάνιε μ’ τον κερνά - κερνάγανε
Τον κερνάγανε τον τραγουδάγανε πέντε – έξι βλαχοπούλες
κι’ η μικρότερη καπετάνιε μ’ και η μικρό - μικρότερη
κι’ η μικρότερη καπετάνιε μ’ και η μικρό - μικρότερη
Και η μικρότερη η ομορφότερη κρυφά τον κουβεντιάζει
δεν παντρεύεσαι καπετάνιε μ’ δεν παντρε – παντρεύεσαι
δεν παντρεύεσαι καπετάνιε μ’ δεν παντρε – παντρεύεσαι
Δεν παντρεύεσαι δεν προξενεύεσαι να πάρεις βλαχοπούλα
σαν και μένανε καπετάνιε μ’ και με – και μένανε.
σαν και μένανε καπετάνιε μ’ και με – και μένανε.
27 ΒΕΡΓΩ Μ’
(Σατιρικό)
Τι τονε ζηλεύεις Βέργω μ’ τι τονε ζηλεύεις
Τι τονε ζηλεύεις τον ψηλό τον άντρα
Τον ψηλό τον άντρα Βέργω μ’ τον ψηλό τον άντρα
τον ψηλό τον άντρα και τον ακαμάτη
που σπερνε το χρόνο Βέργω μ’ που σπερνε το χρόνο
που σπερνε το χρόνο ένα φέσι σπύρο
και κλαιε βλαστήμα Βέργω μ’ και κλαιε βλαστήμα
και κλαιε βλαστήμα ποιος θα το θερίσει
κι η καλή γυναίκα Βέργω μ’ κι η καλή γυναίκα
κι η καλή γυναίκα τον παρηγορούσε
κι η καλή γυναίκα τον παρηγορούσε
γω θα το θερίσω άντρα μ’ γω θα το θερίσω
γω θα το θερίσω θα το κουβαλήσω
Ποιος θα τα’ αλωνίσει Βέργω μ’ ποιος θα τα’ αλωνίσει
Ποιος θα τα’ αλωνίσει ποιος θα πάει στο μύλο
Γω θα τ’ αλωνίσω άντρα μ’ γω θα τ’ αλωνίσω
γω θα τ’ αλωνίσω γω θα πάω στο μύλο.
Γω θα το ζυμώσω γω το φουρνίσω.
28. ΣΚΑΦΙΔΑΚΙ ΤΟΥΡΝΕΜΕΝΟ
(Τραγουδιόταν όταν ανάπιαναν τα προζύμια
για τις πίττες και τις δίπλες του γάμου)
Σκα – μωρέ σκαφιδάκι τουρνεμένο
σκαφιδάκι τουρνεμένο κι’ όμορφα πελεκημένο
Ποιος μωρέ ποιος σε τούρνε – τούρνευε έτσι
ποιος σε τούρνε – τούρνευε έτσι
σε γλυκοπελέκαγε έτσι.
Μ.Α.
Ο μωρέ ο γαμπρός με τούρνευε έτσι ο γαμπρός με τούρνευε έτσι, μ’ ομορφοπελέκαγε έτσι να μωρέ να ‘ρθει η νύφη να ζυμώσει
για να φτιάξει τη λαγάνα, για να
φάει τούτη η μάνα
φάει τούτη η μάνα
Μ.Α.
Να μωρέ – νάρθει η νύφη να ζυμώσει
νάρθει η νύφη να ζυμώσει για να φτιάξει την κουλούρα
και να φάει η κυρούλα.
Μ.Α.
Να μωρέ να ΄ρθει η νύφη να ζυμώσει
να ‘ρθει η νύφη να ζυμώσει
για να φτιάξει το καρβέλι
και να φαν οι συμπεθέροι
29. ΒΡΥΣΗ ΜΟΥ ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ
Ορέ βρύση μου μαλαματένια, βρύση μου μαλαματένια
Ορέ πως βαστάς κρύο νερό, πως βαστάς κρύο νερό.
Ορέ να ‘μουν βρύση να ‘μουν στέρνα, να ‘μουν βρύση να ‘μουν
στέρνα
Ορέ να ‘μουν γάργαρο νερό, να ‘μουν γάργαρο νερό.
Ορέ να ‘ρχεται σαν περδικούλα, να ‘ρχεται σαν περδικούλα
Ορέ με τη στάμνα για νερό, με τη στάμνα για νερό
Ορέ να φιλήσω την ελιά της, να φιλήσω την ελιά της.
Ορέ και τον άσπρο της λαιμό, και τον άσπρο της λαιμό.
30. ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΥΟΒΡΥΣΗ
(Συρτός)
Στη βρύση στην κρυόβρυση (δις)
στη βρύση στην κρυόβρυση, που ‘ναι στο κρυονέρι
μια βλάχα εροβόλαγε με το σταμνί στο χέρι.
Στο δρόμο την αντάμωσε (δις)
στο δρόμο την αντάμωσε ένα παλικαράκι
και τα’ όνομά της ρώτησε, της πιάνει το χεράκι
κι’ αυτή ξεροκοκκίνισε (δις)
κι’ αυτή ξεροκοκκίνισε και το κεφάλι σκύβει
το πρόσωπό της έκρυψε μ’ ένα χρυσό μαντήλι
σύρε λεβέντη μ’ στο καλό (δις)
σύρε λεβέντη μ’ στο καλό κι άσε με να γεμίσω
την Κυριακή παντρεύομαι τον άντρα μ’ θα φιλήσω.
Βγάλε καλέ βλαχούλα μου (δις)
Το άσπρο σου μαντήλι
Για να σου δώσω δύο φιλιά στα κόκκινα σου χείλη.
31. ΟΤΑΝ ΠΕΡΝΩ
(Συρτός αγάπης)
Όταν περνάς γιατί τα μάτια χαμηλώνεις
έχεις παράπονο και δεν το φανερώνεις (δις)
λόγια του κόσμου, μην ακούς ότι σου λένε για δες τα μάτια μου, που μέρα νύχτα κλαίνε.
Δε μου μιλάς, γιατί δεν θες να μου μιλήσεις ρίξε μου μια ματιά να με παρηγορήσεις.
32. ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΟΥΛΕΣ
(Σατιρικό)
Τρείς αδελφούλες ήτανε τ’ αηδόνι τ’ αηδόνι τ’ αηδόνι τ’ αηδονάκι κι’ οι τρεις επαντρευτήκαν
Η μια παίρνει το βασιλιά τ’ αηδόνι τ’ αηδόνι
τ’ αηδόνι τ’ αηδονάκι, κι άλλη το ρηγάκι
κι’ η Τρίτη η μικρότερη τ’αηδόνι τ’αηδόνι
τ’αηδόνι, τ’αηδονάκι παίρνει ένα γεροντάκι
κινήσανε και οι τρεις γαμπροί τ’αηδόνι τ’αηδόνι
- τ’αηδόνι τ’αηδονάκι στην πεθερά να πάνε
σφάζουν του βασιλιά αρνιά τ’αηδόνι τ’αηδόνι
τ’ αηδόνι τ’αηδονάκι του ρήγα κατσικάκι
και κείνου του παλιόγερου τ’αηδόνι τ’αηδόνι
τ’ αηδόνι τ’αηδονάκι κουρκούτι στο τηγάνι
στρώνουν του βασιλιά χρυσά τ’ αηδόνι τ’ αηδόνι
τ’ αηδόνι τ’ αηδονάκι του ρήγα σεντονάκι
και κείνου του παλιόγερου τ’ αηδόνι τ’ αηδόνι
τ’ αηδόνι τ’ αηδονάκι ένα σαϊσματάκι.
Πηγή: Μεσσηνιακή Παράδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου