Το μάζεμα της ελιάς ήταν πάντα οικογενειακή υπόθεση.Οι γονείς μας μας ξυπνούσαν το χάραμα. Και εγώ με τα αδελφια μου όταν δεν είχαμε σχολείο συνήθως το Σάββατο (τις Κυριακές είχαμε Εκκλησία) και τις διακοπές των χριστουγέννων.
Τέλη Οκτωβρίου αρχές Νοεμβρίου (στο χωριό μου η ημερομηνία ήταν τον Νοέμβριο, την επομένη μέρα του Αγίου Νεκταρίου, την 10η Νοέμβρη) κάθε χρόνο αρχίζει το μάζεμα της ελιάς. Στο νου μου έρχονται οι κουβέντες που άκουγα τέτοιο καιρό στο χωριό που ζούσα όταν ήμουν παιδί. "δεν έβρεξε φέτος και έβρασαν οι ελιές, τις ελιές τις χτύπησε δάκος, οι ελιές κόβουνε, οι ελιές πέφτουνε, είναι να μαζευτούν όλες μία κι'έξω, έρχονται ψηλά οι ελιές, θα πάρουμε τά αριολόγια και μετά θα πάμε στις γιοματάρες, φέτος δεν θα κάνουμε λάδι ούτε για το σπίτι, φέτος είναι γεμάτες θα πουλήσουμε κιόλας κλπ.κλπ.
Ευλογημένο δέντρο η ελιά. Ο αγρότης έχει ιδιαίτερο δεσμό με την ελιά. Όργωμα, κλάδεμα, λίπασμα ψέκασμα πότισμα. Περιποιείται την ελιά όλο το χρόνο και η ελιά τον με τον ιδρώτα του και η ελιά τον ανταμείβει πάντα, όσο κακή και αν είναι η χρονιά.
Στο χωριό και εμείς τα παιδιά όταν είχαμε ελεύθερο χρόνο από το σχολείο, πέρναμε μέρος στο μάζεμα της ελιάς. Αν και η επιθυμία μας ήταν να μαζέψουμε ελιές από πάνω τις λεγόμενες ποδιές (τα χαμηλά κλαδιά), οι γονείς μας ήθελαν να μαζεύουμε τα χαμολόγια.
Είχαμε τον μπογέλο δίπλα και μόλις γέμιζε ο μπουγέλος μας ρίχναμε τις ελιές μέσα. Ο μπαμπάς φώναζε και με τα δύο χέρια να μαζεύετε τις ελιές μην αφήνετε καμιά, ψάχτε καλά και μέσα στα χορτάρια. (σε αυτό το σημείο θυμάμαι να μαζεύω χαμολόι, χώνοντας τα χέρια μου μέσα στις αφάνες και το τσικνόβορο να δυναμώνει. Περιττό να αναφέρω ότι δεν αισθανόμουν τα χέρια μου από το κρύο και τα αγκάθια από τις αφάνες. 'Ομως και τα λόγια του πατέρα ότι πρέπει να τελειώσει η ελιά για να φύγουμε δεν άφηνε άλλες επιλογές). "Άντε και το βράδυ όσες μαζέψετε θα τις πουλήσετε στο μαγαζί και τα λεφτά δικά σας να πάρετε ότι θέλετε". Και εμείς βέβαια δεν βλ'επαμε την ώρα να πάμε στο μαγαζί να πουλήσουμε τις ελιές και να αγοράσουμε τσίχλες μπισκότα γεμιστά βυσσινάδα και ότι άλλο μας άρεσε.
Το μεσημέρι ήταν η ώρα του φαγητού, ήταν πραγματική απόλαυση. Και αφού στις ελιές λέμε ανοίγει και η όρεξη ότι και να υπήρχε ήταν πεντανόστιμο. Απαραίτητο το παξιμάδι, το τύρι, ντομάτες, κρεμμύδι και βέβαια το κρασί. Η παρέα συνήθως ήταν μεγάλη. Υπήρχε αλληλοβοήθεια όπως τα λέμε. Αλληλοπειράγματα, καλαμπούρι, γέλια, κοτσομπολιά.
Μας άρεσε ιδιαίτερα να μαζεύουμε και εμείς ελιές όπως οι μεγάλοι, όχι μόνο τα χαμολόγια. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη όταν μας επέτρεπαν να δένουμε το ταγάρι στη μέση και να μαζεύουμε ελιές, είτε ανεβαίνοντας πάνω στην ελιά.
Σούρουπο σχεδόν με το μουλάρι φορτωμένο τα σακιά με τις ελιές, πέρναμε το δρόμο και φθάναμε σπίτι.
Όταν συγκεντρωνόνταν σπίτι αρκετός καρπός, γινόταν η μεταφορά στο λιντριβιό.
Ήταν πραγματική μαγεία να παρακολουθείς τη διαδικασία που έβγαινε το λάδι.
Λάδι χωρίς οξέα αλλά και το λιοκόκι μεταφερόταν στο σπίτι που το χρησιμοποιούσαμε σαν τροφή κυρίως για τις κότες.
Πόσο σου ήρθαν οι ελιές, ρωτούσε ο ένας τον άλλο. Κάτω από τέσσερις - Τρεισίμησι -Κάτω από τρεις, άκουγες στις γειτονιές.
Ευτυχισμένοι οι παπούδες και οι γιαγιάδες που μαζί με τα παιδιά τους και τα αγκόνια τους μάζευαν τις ελιές τους. Δέν έμενε κουκούτσι. Ούτε κάτω ούτε πάνω στα δέντρα. Σαν πουλιά οι γονείς μας στη ψηλότερη κορυφή με τα τσεκούρια στη μέση, χωρίς χτένια και λιοπάνα τότε, γέμιζαν τα σακιά τραγουδώντας.
Χρόνια πού δεν ξαναγυρίζουν.
Η διαδικασία στα παλιά ελαιοτριβεία
Τα παλιά χρόνια οι ελιές μεταφέρονταν στο ελαιοτριβείο με ζώα και αποθηκεύονταν σε ένα μικρό δωμάτιο. Στην συνέχεια οι ελιές ρίχνονταν στο αλώνι, ένα μεγάλο κυκλικό μέρος, στο οποίο δύο περιστρεφόμενες πέτρες πολτοποιούσαν τις ελιές. Στο ελαιοτριβείο οι πέτρες περιστρέφονταν χειροκίνητα ή με τη βοήθεια κάποιου ζώου και αργότερα μηχανικά. Όταν τελείωνε η πολτοποίηση, το μίγμα, έπεφτε από το αλώνι σε μια στέρνα από μια μικρή έξοδο. Με κουβάδες ο πολτός μεταφερόταν σε μεγάλα τρίχινα τσουβάλια ή σε πανιά (μποξάδες) που στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο στο πιεστήριο.
Στο πάνω μέρος του πιεστηρίου τοποθετούσαν μια χοντρή λαμαρίνα για να στερεώνονται και με τις μανιβέλες, ασκούσανε πίεση για να στύψουν το πολτό, ενώ ταυτόχρονα κάποιος άλλος έριχνε από πάνω ζεστό νερό.
Ο χυμός της ελιάς έπεφτε σε γούρνα, όπου στο κάτω μέρος έμενε το νερό και στην επιφάνεια το λάδι. Ο διαχωρισμός γινόταν με το χέρι, με την βοήθεια μιας κουτάλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου