Φούρνος Αριστοτέλη Θεοδωρόπουλου. |
Ο φούρνος που είχε κάθε σπίτι στα παλιά χρόνια κι έψηνε το νοστιμότατο χωριάτικο ψωμί,
τα ψητά, τα φαγητά, τα γλυκά τα κουλουράκια, τις οματιές και τις γουρνόπουλες έχει σταματήσει πια να καπνίζει ή γκρέμισε από τη αχρηστία.
Ήθελε δεν ήθελε κάποτε η νοικοκυρά, ο φούρνος της «μαρτυρούσε» σε όλο
το χωριό τι φαγητό έβαζε στο ταψί κι ακόμα πόσες φορές την εβδομάδα φούρνιζε
ψωμί και αναλόγως, εισέπρατε τα καλά σχόλια από τις άλλες ή πικρά κουτσομπολιά.
Τα σύνεργα του παλιού φούρνου ήταν:
Η σκάφη (σκαφίδι), όπου ζύμωναν τ’ αλεύρι με το νερό και το προζύμι κι έκαναν το ζυμάρι.
Η πινακωτή όπου άφηναν να φουσκώσει το ζυμάρι χωρισμένη σε μέρη όσα και τα ψωμιά.
Πισκίρι, ήταν το ύφασμα που σκέπαζαν την πνακουτή.
Ψωμόφκιαρο (φτυάρι που έριχναν τα ψωμιά στο φούρνο και έβγαζαν τα ψημένα ψωμιά).
Φουρνόξυλλα, δυο ξύλα που ανακάτευαν τη φωτιά μέσα στο φούρνο και που έκαιγαν
συνήθως πουρνάρια, κλαδιά.
Το Τσιγκλί (μετταλικό μυτερό εργαλείο για το κάρφωμα των ψωμιών)
Μασιά ήταν ξύλο που έβγαζαν τα καμένα και την στάχτη.
Πανιάρα (ένα μακρύ ξύλο, πάνω στο οποίο είχε δεμένο ένα βρεγμένο χοντρό πανί) σκούπιζε καλά το δάπεδο του φούρνου, για να είναι καθαρό.Σφούγγα (σφουγγαρίστρα).
Παραθούρες (πλαϊνές εσοχές του φούρνου όπου έβαζαν τα σύνεργα...)
Φούρνος Δημητρίου Θεοφιλόπουλου |
Αν κάποια οικογένεια τύχαινε να μην έχει, τότε ζύμωνε λίγα ψωμιά και τα φούρνιζε
στη γειτόνισσα. Αρτοποιός της οικογένειας ήταν η ίδια η μάνα. Οι νοικοκυρές συνήθως χρησιμοποιούσαν μεγάλη σκάφη, γιατί ζύμωναν πολλά καρβέλια (7-10, από 3 κιλά
και πάνω το καθένα).
Μ' αυτά θα πέρναγαν πολλές μέρες, γιατί το ζύμωμα και το άναμμα του φούρνου ήταν
μια πολύ κουραστική δουλειά. Μόλις τελείωνε το ζύμωμα, έπλαθε τα ψωμιά, τα έβαζε πάνω σε τάβλες ή στις πινακωτές και τα σκέπαζε για να «γίνουν» με τη ζεστασιά, οπότε
και θα ήταν έτοιμα για το φούρνισμα.
Μετά άναβε το φούρνο. Έριχνε στη συνέχεια κλαριά για να κάψει καλά, οπότε και θα
ήταν έτοιμος για το ψήσιμο.
Τα κλαριά τα έσπρωχνε με το φουρνόξυλο και τα άπλωνε σε όλα τα μέρη του φούρνου
για να είναι ομοιόμορφο το κάψιμο. Όταν ο φούρνος ήταν έτοιμος, τότε τραβούσε προς
τα έξω πάλι με το φουρνόξυλο ή τη μασιά όλα τα κάρβουνα και τα μάζευε προς το εξωτερικό της πόρτας του φούρνου.
Μετά με την πανιάρα σκούπιζε καλά το δάπεδο του φούρνου, για να είναι καθαρό.
Τότε ερχόταν η σειρά του μεγάλου ξύλινου φτυαριού. Έβαζε πάνω στο φτυάρι το
κάθε καρβέλι, το χάραζε μ' ένα μαχαίρι και το έριχνε. Τελευταία έβαζε την κουλούρα
την οποία άφηνε έξω-έξω, κοντά στην πόρτα του φούρνου. Ετοιμαζόταν πολύ πιο
γρήγορα απ' τα άλλα ψωμιά και τρωγόταν ζεστή.
Στα παιδιά άρεσε πολύ με τυρί, σαν πρωινό φαγητό.
Απ’ ό,τι είμαι σε θέση να ξέρω από άλλους χωριάτικους φούρνους που υπήρχαν
παλιότερα στο χωριό μου δεν έλειπαν από κανένα σπίτι ήταν φτιαγμένοι από
κεραμίδια και λάσπη ο θόλος, μπροστά στην πόρτα υπήρχε ένα σιδερένιο ημικυκλικό
Φούρνος Δημητρίου Θεοδωρόπουλου |
Σε όλα τα χωριά του τόπου μας την ανάγκη τους καλύπτουν σήμερα πλέον οι ηλεκτρικές κουζίνες. Σε όποια κατάσταση πάντως και αν βρίσκονται αυτοί οι παλιοί φούρνοι αποτελούν μνημεία του τοπικού πολιτισμού και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται απ’ όλους και όσο γίνεται να προστατεύονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου