ΒΟΧΑΊΤΙΣΣΑ
Αχ, τι απελπισιά
και τι πόνο που έχω εγώ
μάνα μου μες στην καρδιά
για μια Βοχαΐτισσα
Βοχαϊτοπούλα, συ που τα 'χεις ούλα
μάτια, φρύδια και μαλλιά
του ντουνιά την ομορφιά
Αχ κούκλα μου γλυκιά
συ μου πήρες την καρδιά
και δε βρίσκω γιατρειά
κακούργα Βοχαΐτισσα
Βοχαϊτοπούλα, κούκλα μου μικρούλα
τα σγουρά σου τα μαλλιά
μου 'χουν κάψει την καρδιά
ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
1.(ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ)
Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα,
σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα.
Ο ήλιος είναι ο γαμπρός και το φεγγάρι η νύφη
και τ' αστεράκια τ' ουρανού είναι οι συμπεθέροι..
Σ' όποιο γάμο κι αν επήγα, τέτοιο ανδρόγυνο δεν είδα,
να 'ναι ή νύφη πιτσουνάκι κι ό γαμπρός περιστεράκι.
Σ' όσους γάμους κι αν επήγα, τέτοιο ανδρόγυνο δεν είδα,
να 'χει ή νύφη τέτοια χάρη κι ό γαμπρός τέτοιο καμάρι
2. (ΠΡΙΝ ΤΗ ΓΑΜΗΛΙΑ ΤΕΛΕΤΗ)
Στων παιδιών μας τη χαρά λαλούν αηδόνια και πουλιά
και στης νύφης το τσεμπέρι κάθεται ένα περιστέρι.
Ω, Παναγιά μου Δέσποινα, με τον μονογενή σου
στ' ανδρόγυνο π' ενώνεται να δώσεις την ευχή σου.
Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει ή μέρα
σήμερα στεφανώνεται αητός την περιστέρα.
Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο κεράσι
να ζήσει ή νύφη κι ό γαμπρός να ζήσει να γεράσει
ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στη δεκάρα
να ζήσει ή νύφη κι ό γαμπρός κουμπάρος και κουμπάρα
ΑΓΓΕΛΩ ΚΡΕΝΕΙ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ
Αγγέλω μ'κρέν' η μάνα σου.
Δε ξέρω τι σε θέλει
Να πας Αγγέλω μ' για νερό
να πιούν τα παληκάρια
Τα παληκάρια κι αν διψούν
νερό να παν να πιούνε
κι εγώ θα πάω για κέντημα
με τ'άλλα τα κορίτσια
ΒΡΥΣΗ ΜΟΥ ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ
Όρε βρύση μου μαλαματένια
πώς βαστάς κρυό νερό
πώς βαστώ κι εγώ καημένος
της αγάπης τον καημό
Όρε νάμουν βρύση νάμουν στέρνα
νάμουν γάργαρο νερό
να βαστάω και ν' αντέχω
της αγάπης τον καημό.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΜΑΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
Για την καλή μας συντροφιά
θα ειπώ 'να τραγουδάκι
Κι αν δεν το ειπώ τόσο καλά
να είμαι συμπαθημένος
στα έλατα κοιμόμουνα
μ' ένα κορίτσι αντάμα
να-ντο φιλήσω ντρέπουμαι
να -ντου το_ειπώ φοβάμαι
για να-ντ'αφήσω_αφίλητο
ταχιά γελάει με μένα
- μπεζεύω δένω τ' άλογο
σε ριζιμιό λιθάρι
κρεμώ και το ντουφέκι μου
σε λεϊμονιάς κλωνάρι.
πιάνω φιλώ την κοπελιά
στα μάτια και στο στόμα
και στο δεξί της μάγουλο
στη μαύρη την ελιά της
ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ ΚΙΑΜΗΛ –ΜΠΕΗ
ΦΩΤΑΚΟΥ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟ 2Ο ΚΕΦ. ΙΔ Σελ. 255
Πήραν τα κάστρα πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια
πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα.
Κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσες, κλαίουν ?ριμοπο?λες,
κλαίει και μια χανούμισσα το δόλιο τον Κιαμήλη:
«Αχ, που ‘σαι και δε φαίνεσαι καμαρωμέν’ ?φέντη;
»Που ‘σουν κολόνα του Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο;
»Ήσουν και στην Τριπολιτσά θεμελιωμένος πύργος.
»Στην Κόρθο πλια δε φαίνεσαι ουδέ μεσ’ στα Σαράγια.
»Ένας παπάς σου τάκαψε τά έρμα τα παλάτια».
Κλαίουν τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες.
ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΧΟΡΕΥΕ
Ένας λεβέντης χόρευε σε μαρμαρένιο αλώνι
κι η κόρη που τον αγαπά κι η κόρη που τον θέλει
από μακριά τον χαιρετά κι από κοντά του λέει
Πού 'σουν εχτές λεβέντη μου πού 'σουν εχτές το βράδυ;
Εχτές ήμουν στη μάνα μου, προχτές στην αδελφή μου
κι απόψε στο σπιτάκι μας κοντά στην αγκαλιά σου
να σου χαρίσω δυο φιλιά και να σ' αποκοιμίσω
Όρε 'τρία καλά είναι στον ντουνιά και στον απάνου κόσμο
Η νιότη και η λεβεντιά και η καλή γυναίκα
Τ' ακούτε σεις ανύπαντροι και σεις καλοί λεβέντες;
Φλουριά να μην ζηλέψετε μηδέ πολλούς παράδες
Έτσι γελάστηκα και 'γώ και πήρα μια ναζιάρα
και τα λεφτά τα χάλασα μα το μαράζι μένει.
ΜΠΗΚΑΝ ΤΑ ΓΙΔΙΑ ΣΤΟ ΜΑΝΤΡΙ
Μπήκαν - μωρέ - μπήκαν τα γίδια στο μαντρί
Τα πρόβατα στη στρούγκα Χρυσούλα κι αδερφούλα
Κι η Χρύ - μωρέ - κι Χρύσω δεν εφάνηκε
να ροβολάει στη στάνη μαζί με το γιουρντάνι.
Ρωτά - μωρέ - ρωτά τε τους τσομπάνηδες
και τους τσομπαναραίους βλάχους κι βλαχαραίους
Μην ει - μωρέ - μην είδατε τη Χρυσαυγή ;
Τη Χρύσω τη Χρυσούλα και τη σταυραδερφούλα;
ΟΛΑ ΤΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ
Όλα τα πουλάκια - βρ' αμάν- αμάν - Όλα τά πουλάκια ζυγά - ζυγά
Όλα τα πουλάκια ζυγά - ζυγά. - Τα χελιδονάκια ζευγαρωτά.
Τό 'ρημο τ' αηδόνι - βρ' αμάν- αμάν - τό ' ρημο τ'αηδόνι το μοναχό
Τό 'ρημο τ'αηδόνι το μοναχό - περπατεί σε κάμπο με τον αητό
Περπατεί και λέει - βρ' αμάν- αμάν - περπατεί και λέει κελα-η-δεί
Περπατεί και λέει κελα-η-δεί -Άντρα μου Πολίτη πραματευτή
Από που τη φέρνεις - βρ' αμάν- αμάν - Από που τη φέρνεις αυτή τη νια
Από που τη φέρνεις αυτή τη νια -την ξανθομαλλούσα την Πατρινιά
Απ την Πόλη ρχόμουν -βρ' αμάν- αμάν -απ την Πόλη ρχόμουν από νησιά
Απ την Πόλη 'ρχόμουν από νησιά -απ τη γειτονιά της επέρασα
Τα βασιλικά της - βρ' αμάν- αμάν - Τα βασιλικά της επότιζε
Τα βασιλικά της επότιζε -και το βάλσαμό της εράντιζε
Μού' κοψε κλωνάρι - βρ' αμάν- αμάν - μού 'κοψε κλωνάρι και μού 'δωσε
Μού κοψε κλωνάρι και μούδωσε. - μού 'πε ένα λόγο που μάρεσε
- Βρε παληκαράκι - βρ' αμάν- αμάν - βρε παλικαράκι σαν μ' αγαπάς
Βρε παλικαράκι σα μ'αγαπάς -τι περνοδιαβαίνεις και δε μιλάς
Στείλε συμπεθέρους - βρ' αμάν- αμάν - Στείλε συμπεθέρους στη μάνα μου
Στείλε συμπεθέρους στη μάνα μου -και προξενητάδες στις θειάδες μου
ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ
Όλες οι παπαρούνες - μωρ’ παπαρούνα μου -
Όλες οι παπαρούνες με γέλια, με χαρές.
Κι η δόλια η Παναγιώτα - μωρ’ Παναγιώτα μου -
Κι η δόλια η Παναγιώτα με δυο λαβωματιές
Το λάβωμά της είναι - μωρ’ παπαρούνα μου -
το λάβωμά της είναι που δεν παντρεύεται.
Σαν τ'άλλα τα κορίτσια - μωρ’ Παναγιώτα μου -
Σαν όλα τα κορίτσια δεν προξενεύεται.
Τέσσερα πορτοκάλια - μωρ’ παπαρούνα μου -
Τέσσερα πορτοκάλια τα δυο σαπήσανε
Ήρθα για να σε πάρω - μωρ’ Παναγιώτα μου -
Ήρθα για να σε πάρω και δε μ' αφήσανε !
Για πάρ' τα πρόβατά σου - μωρ’ παπαρούνα μου -
Για πάρ' τα πρόβατά σου καί έβγα στο βουνό
και κάνε το σταυρό σου - μωρ’ Παναγιώτα μου -
και κάνε το σταυρό σου να σε στεφανωθώ
ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
που 'χουν τ' ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
"Χριστέ μας, 'βλόγα τα σπαθιά, 'βλόγα μας και τα χέρια".
Κι ό Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
"Τούτ' οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργη μ', στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι,
εγώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς μου,
ν' αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,
'τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω".
ΑΜΠΕΛΙ ΜΟΥ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΟ
Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο,
μα τον ουρανό,
μα την αλυσιδούλα πόχεις στο λαιμό,
για δεν ανθείς, για δεν καρπείς, σταφύλια για δε κάνεις,
μα την θάλασσα,
κοντούλα και γεμάτη δεν σ' αντάμωσα.
Για βάλε νιους και σκάψε με, γέρους και κλάδεψέ με,
μα τον ουρανό,,
μα την αλυσιδούλα πουχεις στον λαιμό
να ειδείς ανθούς, να ειδείς καρπούς, σταφύλια φορτωμένο,
μα τη θάλασσα,
κοντούλα και γεμάτη δε σ αντάμωσα
ΑΡΙΣΤΕΙΡΗ ΜΟΥ
Σύρε, γκιζέρα μωρ' Αριστείρη μου,
σύρε γκιζέρα ρε μάτια μ' τον ντουνιά
και τον απάνου κόσμο, μώρ' Αριστείρη μου
και τον απάνου κόσμο ρε τζοβαΐρι μου,
μώρ' κι αν εύρεις άλλην ρε μάτια μ' σαν κι εμέ,
σύρε και σκότωσέ με μώρ' Αριστείρη μου,
σύρε και σκότωσέ με ρε τζοβαΐρι μου.
ΒΓΗΚΑ ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΔΙΑΣΕΛΑ
Βγήκα ψηλά στα διάσελα κι αγνάντια στην Μπαρμπάσενα.
Στης Μπαρμπάσενας τον κάμπο Τριτσιμπίδας κάνει γάμο.
Η Μαριορή παντρεύεται κι όλος ο κόσμος χαίρεται,
και ποιόν να πάρεις Μαριορή; Του Τριτσιμπίδα το παιδί,
που 'χει αμπέλια και σταφίδες κι ένα στρέμμα φαλαρίδες.
ΓΕΙΡΑΝ ΤΑ ΕΛΑΤΟΚΛΑΡΑ
Γείραν τα ελατόκλαρα,
γείρανε από τα χιόνια,
γοργά μου χελιδόνια,
κι εμείς παιδιά τι κάνουμε
μας επήρανε τα χρόνια,
γοργά μου χελιδόνια,
γλεντάτε, να γλεντήσουμε,
να φάμε και να πιούμε,
καλορίζικα να ειπούμε.
ΓΙΑ ΕΙΔΕΣΤΕ ΤΟΝ ΑΜΑΡΑΝΤΟ
Για ειδέστε τον αμάραντο σε τι βουνό φυτρώνει,
φυτρώνει μέσ' τα δύσβατα στις πέτρες στα λιθάρια,
τον τρων τα 'λάφια και ψοφούν τ' αγρίμια κι ημερεύουν
το τρων τα λάγια πρόβατα και λησμονούν τ' αρνιά τους
τον τρώνε και τα ήμερα και λησμονούν τη στρούγκα,
κι αν μ' έκανε τι μ' ήθελε κι αν μ' έχει τι με θέλει,
π' εγώ στα ξένα περπατώ, στα ξένα τρώ και πίνω.
Θ’ ΑΦΗΣΩ ΓΕΝΙΑ ΚΑΙ ΜΑΛΛΙΑ
Θ' αφήσω γένια και μαλλιά να μη με λένε γέρο,
τον πόνο που 'χω στην καρδιά μονάχος μου τον ξέρω,
ρωτάτε γεροντότερους που τα 'χουν περασμένα,
χαρείτε νέοι τον ντουνιά γιατί ο καιρός διαβαίνει
κι όποιος θα μπει στην μαύρη γη πίσω δεν ξαναβγαίνει.
ΚΙΤΡΟΛΕΜΟΝΙΑ
Κιτρολεμονιά και μαντζουράνα μου
αρνήσου του δικούς σου, κι έλα αντάμα μου.
Πώς να τους το πω, πώς να τους αρνηθώ,
που 'μαι κοριτσάκι δώδεκα χρονώ;
Έχε γεια Πατέρα και μητέρα μου,
άντε στο καλό βρε θυγατέρα μου.
ΛΑΛΑ ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΙ ΑΗΔΟΝΙ
Γείραν τα ελατόκλαρα
κι ακουμπήσανε στο χιόνι,
λάλα το πουλί κι αηδόνι
κι εσύ δεν βγαίνεις να σε ειδώ,
μία ημέρα στο μπαλόνι,
λάλα το πουλί κι αηδόνι.
Ποιος έλατος βαστάει νερό
και ποια κορφή το χιόνι,
λάλα το πουλί κι αηδόνι,
στο Μαίναλο βαστάει νερό
και στην κορφή το χιόνι,
Θοδωρή Κολοκοτρώνη.
ΜΑΥΡΟΜΑΤΑ ΜΟΥ
Απόψε μαυρομάτα μου, θα κοιμηθούμ' αντάμα,
στρώσε τα στρώματα διπλά, διπλά τα μαξιλάρια
και με το ηλιοβασίλεμα, θα 'ρθω να κοιμηθούμε,
να κουβεντιάσουμε τα δυό, να γλυκοφιληθούμε.
ΜΕ ΓΕΛΑΣΑΝ ΜΙΑ ΧΑΡΑΥΓΗ
Όρε με γέλασαν μια χαραυγή της Άνοιξης τ’ αηδόνια.
ορέ τ’ αηδόνια,
Με γέλασαν και μου είπανε ο Χάρος δεν με παίρνει.
ορέ δεν με παίρνει,
Τί να κάνω, τί να κάνω σαν σκεφτώ πώς θα πεθάνω;
Όρε και βγαίνω πάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια.
ορέ στα κορφοβούνια,
Βλέπω το Χάρο να ‘ρχεται στο άλογο καβάλα.
ορέ καβάλα,
Μη με παίρνεις χάρε, μη με παίρνεις, γιατί δε με ξαναφέρνεις.»
ΜΕ ΓΕΛΑΣΕ ΜΙΑ ΧΑΡΑΥΓΗ
Με γέλασε μία χαραυγή τ' αστρί και το φεγγάρι
και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια
κι ακούω τα πεύκα να βογκούν και τις οξιές να τρίζουν,
βλέπω τα 'λάφια να βοσκούν τ' αγρίμια ν' αρουλιώνται
και μία λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ' άλλα,
όλο τ' απόσκια περπατεί, τ' απόζερβ' αγναντεύει
κι όπου βρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει
κι όπου βρει μαύρο κούτσουρο, κάθεται να μιλήσει
κι όπου βρει μαύρο κάψαλο κάθεται να βοσκήσει
κι ο Ήλιος την ερώτησε κι ο Ήλιος τη ρωτάει.
Γιατί λαφίνα ταπεινή δεν πας κοντά με τ' άλλα;
Μόνο τ απόσκια περπατείς τ' απόζερβ' αγναντεύεις
κι όπου βρεις γάργαρο νερό, θολώνεις το και πίνεις;
Ήλιε μου σα με ρώτησες θα σου το μολογήσω.
Δώδεκα χρόνους έκανα στέρφη χωρίς ελάφι
κι από τους δώδεκα κι εμπρός εγέννησα λαφάκι
κι εκεί που βγήκε ο κυνηγός να λαφοκυνηγήσει
το 'βρε που βοσκε μοναχό, ρίχνει και το σκοτώνει.
Ο Ήλιος τότε δάκρυσε, κι έσβησε το φεγγάρι
κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές βαριά αναστενάξαν.
Κλάψε με μάνα κλάψε με, με Ήλιο με Φεγγάρι.
ΜΩΡ’ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΑ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ
Μωρ' περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη
σ’ όλον τον κόσμο ήμερη, σε μένα στέκεις άγρια.
Χαμήλωσ’ την αγριότη σου κι έλα κοντά με μένα,
να σε ταΐζω ζάχαρη, να σε ποτίζω μόσχο,
να σε βαστώ τριαντάφυλλο, μήλο να σε μυρίζω.
ΝΑ ‘ΧΑ ΝΕΡΑΝΤΖΙ ΝΑ ΄ΡΙΧΝΑ
Να 'χα νεράντζι να 'ριχνα στο πέρα παρεθύρι,
να τσάκιζα το μαστραπά – ρόιδο μου ,
να τσάκιζα το μαστραπά πο 'χει το Μόσχο μέσα,
το μόσχο και τη μυρωδιά και την αγάπη αντάμα,
το μαντηλάκι που κεντάς εμένα να το στείλεις
να μη το στείλεις μοναχό παρά με την αγάπη.
κι εκείνη το παράκουσε και μοναχό το στέλνει.
Για πες μου μαντηλάκι μου αν μ’ αγαπά η κυρά σου.
Όντας σε συλλογίζεται κι όντας σε φέρνει ο νους της,
σα θάλασσα βουρλίζεται σαν κύμα κυματίζει.
ΟΛΑ ΤΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ
’Ολα τα πουλάκια ζυγά ζυγά
τα χελιδονάκια ζευγαρωτά
το 'ρημο τ' αηδόνι το μοναχό
περπατεί στους κάμπους με τον αητό
περπατεί και λέει και κελαηδεί.
Ανδριανουπολίτη πραματευτή
που την επέτυχες αυτή τη νιά
την ξανθομαλλούσα την Πατρινιά;
Απ' την Πόλη ερχόμουν κι απ' τα νησιά
κι απ τη γειτονιά της επέρασα
τα βασιλικά της επότιζε
και τις μαντζουράνες εδρόσιζε,
μου 'κοψε κλωνάρι και μου 'δωσε,
μου 'πε κι ένα λόγο και μ' άρεσε.
ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΑ ΗΜΕΡΩΝΑ
Περδικούλα ημέρωνα
κι όλο μ' αγριευότανε
στο φτερό στεκότανε.
Πείσμωσα την έδειρα,
στα βουνά την έστειλα,.
στα βουνά τα πετρωτά,
τα βολυμοσκεπαστά.
Μιά Λαμπρή, μία Κυριακή,
πέρασα κι εγώ από κει,
την ακώ να κελαηδεί.
την ακώ να κελαηδεί.
Πέτα περδικούλα μου
κι έλα στα χερούλια μου
κι αν σου κάνω εγώ κακό.
σ' εκκλησιά να μην εμπώ.
ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ ΠΕΡΔΙΚΑ
Που ήσουν πέρδικα καημένη κι ήρθες το πρωί βρεγμένη;
Ήμουνα πέρα στα πλάγια στις δροσιές και στα χορτάρια.
Τι έτρωγες πέρα στα πλάγια στις δροσιές και στα χορτάρια;
Έτρωγα το Μάη τριφύλλι κι είμαι όμορφη στα χείλη
και το Θεριστή σιτάρι κι είμαι όμορφη στα καλή
και τον Αύγουστο ρογούλα κι είμαι ροδοκοκκινούλα.
ΣΙΓΑΛΑ ΒΡΕΧΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ
Σιγαλά βρέχει ο Ουρανός,
σιγαλός ψιχαλισμός,
σιγαλά πάω και 'γώ
στην αγάπη π' αγαπώ.
Πάω τη βρίσκω λυπημένη
και βαριά βαλαντωμένη
της μιλώ, δεν μου μιλάει
και με τ' άγριο με τηράει.
Κρίνε μ' αγαπημένο μου,
μικρο αρεββωνιασμένο μου,
κρίνε με με την υγειά σου,
να χαρείς την λεβεντιά σου.
Φεύγα βλάμη από κοντά μου
σε σιχάθηκ' η καρδιά μου...
ΣΠΥΡΙ ΠΙΠΕΡΙ
ΣΣπυρί πιπέρι έσπερνα
μεσ' στων κοριτσιών τα χείλη
διάσμος είν' και χαμομήλι.
Κι ανάρια ανάρια το σπερνα
για να μη δασύ φυτρώσει
και την κόρη βαλαντώσει.
Και κείνο δασύ φύτρωσε
κι έγινε δεντρί μεγάλο
που στον κόσμο δεν είν' άλλο,
κορίτσια το θερίζανε
και παιδιά το κουβαλούσαν
δεκαοχτώ σφυροκοπούσαν.
Μία παπαδιά τ' αλώνιζε
με μία τσίλικη φοράδα
διάσμος είν' και μαντζουράνα.
Κι ένας παπάς το φτυάριζε
μ' ένα ασημένιο φτυάρι
ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΟΥΝΟ (ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ)
Το βλέπεις κείνο το βουνό πουν' πιο ψηλ' από τ' άλλα,
εκεί 'ναι πύργος γυάλινος με κρουσταλλένια τζάμια,
μέσα κοιμάται μία ξανθιά μίας χήρας θυγατέρα
και πως να την ξυπνήσουμε και πως να της το πούμε;
Ξύπνα καημένη Αναστασιά, ξύπνα κι άναψε τη φωτιά,
ξύπνα κι άναψε τη φωτιά και σβήσε το λυχνάρι,
γιατί μας πήρε η χαραυγή, το δόλιο μεσημέρι
παν τα πουλάκια για βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση,
πάνε να πάρουνε νερό, να πιουν και να γεμίσουν.
ΤΟΥΤ’ Η ΓΗΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΑΤΟΥΜΕ
Τούτ' η γης, κυρά Γιώργαινα,
τούτ' η γης που την πατούμε,
τούτ η γης που την πατούμε,
ούλοι μέσα θε να μπούμε.
Τούτ' η γη με τα χορτάρια,
τρώει νιους και παλικάρια.
Τούτ η γης με τα λουλούδια,
τρώει νιους και κοπελλούδια.
Τάχα θε να φάει και μένα
με τα φρύδια τα γραμμένα;
Να ήξερα πως θα γλυτώσω,
τούτ' τη γη θελ' ασημώσω.
Τούτ η γη που θα μας φάει,
δώστε της με το ποδάρι.
ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ
Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι’ αέρα του πελάγου
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάννα.
Της ‘Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτονται, 'ς το χώμα ξαπλωμένοι.
Στρώμά χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
και γι' απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κ’ ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε.
"Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
-Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια".
Γράμματα πάνε κ' έρχονται στων μπέηδων τα σπίτια.
Κλαίνε ταχούρια γι' άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,
κλαίνε μαννούλαις για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ‘21
Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν τ’ αηδόνια,
κρυφά το λέει ο γούμενος από την Άγια Λαύρα.
"Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξομολογηθήτε,
δεν ειν’ ο περσινός καιρός κι' ο φετινός χειμώνας.
Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ' όλη την Τουρκιά η να χαθούμε ούλοι".
Β'
Ένα μικρό καράβι μαζώνει τα παννιά,
ανοίγει την παντιέρα και πόλεμο ζητά.
Ζητά τον άγιο Τάφο και την Άγια Σοφιά.
Κι' ακόμα θα ζητήση τον Πατριάρχη μας,
οπού τον εκρεμάσαν για το ινάτι μας.
Καμπάναις θα χτυπήσουν πάν’ 'ς τα καμπαναρειά,
να σκάσουν οι χοτζάδες απάνου 'ς τα τζαμιά.
Κι' όσοι Χριστόν πιστεύουν και τον δοξάζουνε,
τον Τούρκο λογαριάζουν να τον μοιράζουνε.
ΑΓΚΙΝΑΡΑ ΜΕ Τ’ ΑΓΚΑΘΙΑ
Αγκινάρα με τ' αγκάθια
και με τα λουλούδια τ' άσπρα
και με τα λουλούδια τ' άσπρα
αγκινάρα με τ' αγκάθια
Μην παραμυρίζεις τόσο
και με κάνεις και νυχτώσω
και με κάνεις και νυχτώσω
μην παραμυρίζεις τόσο
Κι αν νυχτώσεις παλικάρι
κάτσε να βγει το φεγγάρι
κάτσε να βγει το φεγγάρι
κι αν νυχτώσεις παλικάρι
Να σε δω να σε γνωρίσω
και να σε γλυκορωτήσω
και να σε γλυκορωτήσω
να σε δω να σε γνωρίσω
Ο ΓΕΡΟ ΤΣΕΛΙΓΚΑΣ
Σ' αυτές τις ράχες τις ψηλές
λεβέντες μου που πάτε,
σας βλέπει ο γερο τσέλιγκας,
τα νιάτα του θυμάται.
Τσέλιγκα γερο τσέλιγκα
του λέν΄ δυο βλαχοπούλες,
πόσες φορές ανέβηκες
σ' εκείνες τις ραχούλες.
"Πολλές φορές ανέβηκα
και σαν το λεοντάρι
μα τώρα πια εγέρασα,
δεν είμαι παλικάρι".
ΣΕΛΗΜΠΕΗΣ
Αχ Σελήμπεη,Σελήμπεη, Σελημπεη,
γιος του Κατση-μπέη, γιος του Κατση-μπέη.
Με τα φρυ-τα φρύδια τα γραμμένα, κλαίνε’
τα μα-τα μάτια μου για σένα.
Σελημπεη μπεόπουλο, μικρό μου αρχοντόπουλο.
Αχ που κρέμασαν,που κρέμασαν το μπόι σου
πο πο Σελημπεη,γιος του Κατση-μπέη.
Αχ το μα-το μαργαριταρένιο, κρίμα η-μωρέ
ήταν το καημένο.
Κλάψε βρε μάνα μια και δυο,
δεν ξανακάνεις τέτοιον γιο.
ΤΙ ΝΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΓΑΛΑΝΗ
Τι να σε κάνω γαλανή, να γίνεις μαυρομάτα
να λεν χαρά στα νιάτα
Να σε ζηλεύω κούκλα μου, να σε ρωτώ στη στράτα
να σε ρωτώ στη στράτα
ποιανού σαι μαυρομάτα
Μη με ζηλεύεις, μάτια μου, και μη ρωτάς στη στράτα
και μη ρωτάς στη στράτα
Εγώ θα γίνω ταίρι σου, θα γίνω μαυρομάτα
να λεν χαρά στα νιάτα
ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ
Αυτά τα μαύρα μάτια που με κοιτάζουνε,
χαμήλωσε τα λίγο γιατί με σφάζουνε.
Γλυκά είναι τα μάτια που με κοιτάζουνε,
κι όλο για μένα βλέπω πως κουβεντιάζουνε.
Αυτά τα μαύρα μάτια που είναι σαν ελιές,
είναι σαν να με σφάζουν σαΐτες κοφτερές.
Γλυκά είναι τα μάτια που με κοιτάζουνε,
κι όλο για μένα βλέπω πως κουβεντιάζουνε.
Μαχαιρωμένο μ’ έχεις πληγή δεν φαίνεται,
κι άλλος από τ’ εσένα γιατρός δεν γίνεται.
Γλυκά είναι τα μάτια που με κοιτάζουνε,
κι όλο για μένα βλέπω πως κουβεντιάζουνε.
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΘΑ ΓΙΝΩ
Μωρέ βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου,
στο παραθύρι σου.
Κι ανύπαντρος θα μείνω για το χατίρι σου,
για το χατίρι σου.
Έβγα στο παραθύρι να δεις τι γίνεται,
να δεις τι γίνεται.
Το αίμα της καρδιάς μου για σένα χύνεται,
για σένα χύνεται.
Έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μάνα σου,
κρυφά απ’ τη μανα σου.
Και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου,
τη μαντζουράνα σου.
Τούτο εδώ το καλοκαίρι θέλω να σε κάνω ταίρι.
Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα,
το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο.
ΒΑΤΟΥΣ ΚΙ ΑΓΚΑΘΙΑ
Θα γίνω γης να με πατείς,
γιοφύρι να περάσεις,θα γίνω και γλυκομηλιά
στον ίσκιο μου να κάτσεις.
Να πέφτουν τ’ άνθη απάνω σου,
τα μήλα στην ποδιά σου και τα χρυσά τριαντάφυλλα
τριγύρω στα μαλλιά σου.
Βάτους κι' αγκάθια επάτησα
ώσπου να σ’ αγαπήσω?και τώρα που σ’ αγάπησα
πώς να σου λησμονήσω
πώς να σου λησμονήσω.
ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Διαμάντι δαχτυλίδι
αμάν φοράς στο χέρι σου
μελαχρινούλα μου
Κι απάνω γράφει
η πέτρα γράφει η πέτρα
αμάν θα γίνω ταίρι σου
μελαχρινούλα μου
Δεν σε ΄χω να δουλεύεις
αμάν να βασανίζεσαι
μελαχρινούλα μου
Σε΄χω να τρως, να πίνεις
αμάν και να στολίζεσαι
μελαχρινούλα μου
ΔΟΝΤΙΑ ΠΥΚΝΑ (ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ)
Δόντια πυκνά και μαργαριταρένια (2)
φωνή σαν τ' αηδονιού, στόμα χελιδονιού,
όλον το Μάη λαλεί κι όλη την άνοιξη.
Ωρέ μια Κυριακή και μια καλή ημέρα (2)
ήρθε μια περιστέρα, μια καγκελοφρυδάτη,
μια μοσχομυρωδάτη,
αν δεν την είχα δεί δεν θα 'χα ζουρλαθεί,
στη μαύρη γης να μπεί.
Μωρέ τι λες αυτού? μωρέ ζαλιάρικο (2)
τι βάζεις με το νού σου, κρυφά απ' τους δικούς σου,
μαλαματένια πόρτα μ' ασημοπήρουνα, η σκύλα η πεθερά σου
θέλει μαχαίρωμα ως το ξημέρωμα.
Αχ διαβαίνει η σκύλα και γελά,
στο σπίτι της πηγαίνει κι εμένα δεν μου κρένει,
παναθεματισμένη και θεομπαίχτισσα,
κρασί, ρακί δεν ήπια σε είδα και μέθυσα..
Ο ΗΛΙΟΣ
Ήλιε μ’ που βγαίνεις την αυγή
ωρε και τον ντουνιά ζεσταίνεις,
μένα γιατί, ωρε γιατί μ’ αρνήθηκες;
Σαν το δεντρί μαραίνομαι
σαν φύλλο κιτρινίζω,
χωρίς εσένα ήλιε μου.
Μια χαραυγή αχ μαύρη χαραυγή
στο σκότος θα πεθάνω,
κι εσύ θα παίζεις θα γελάς.
ΛΑΜΠΟΥΝ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ? ήλιος στα λαγκάδια.
Έτσι λάμπει κι ? κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
Πόχουν τ? ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες.
Αυτοί δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλα πάν στην Εκκλησιά, καβάλα προσκυνάμε,
Καβάλα παίρνουν αντίδερο απ’ του Παπά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά και στους αγίους
και στον αφέντη το Χριστό ρίχνουνε τ’ άρματά τους.
ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
Τί έχουν της Μάνης τα βουνά κα? στέκουν βουρκωμένα;
Κάνε βοριάς τα φύσηξε, κάνε κακό χαλάζι;
Μάϊδε βοριάς τα φύσηξε, μάϊδε κακό χαλάζι.
Γιουσο?φ Άράπης πολεμάει μ? δεκοχτώ χιλιάδες.
Πέφτουν τα τόπια σαν βροχή κι οι μπόμπες σαν χαλάζι
κι αυτά τα λιανοτούφεκα σαν σιγαλή ψιχάλα.
Η ΛΑΜΠΡΩ
Σαράντα δυό Τουρκόπουλα τη Λάμπρω κυνηγάνε,
κι η Λάμπρω από το φόβο της στον Αϊ-Γιώργη πάει.
Άγιε μου Γιώργη γλύτωμε απ' των εχθρών τα χέρια,
να φέρνω οκάδες το κερί κι οκάδες το λιβάνι
και με βουβαλοτόμαρα να κουβαλώ το λάδι.
ΜΩΡ΄ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΑ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ
Μώρ' περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη,
Αυτού ψηλά που πέτεσαι και χαμηλά ΄γναντεύεις
μην είδες Κλέφτες πουθενά, τους Κολοκοτρωναίους;
Εψές, προψές τους είδαμε σ' ενός βλάχου τη στάνη,
μα είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια και σούβλιζαν
μα είχαν κι ένα γλυκό κρασί από το Ζυγοβίστι.
ΣΤΑ ΤΡΙΚΟΡΦΑ
Στα Τρίκορφα μέσ' στην κορφή, Κολοκοτρώνης πολεμεί
Μέσ? στα Τρίκορφα στη ράχη, πάει το αίμα σαν αυλάκι.
Κολοκοτρώνης φώναξε, κι όλη η Τουρκιά ετρόμαξε.
Γιέ μ' ο Θοδωρής φωνάζει και το στράτευμα προστάζει.
Που είσαι ,μωρέ Νικηταρά, πόχουν τα πόδια σου φτερά;
Πάς στους κάμπους και κοιμάσαι και τους Τούρκους δε φοβάσαι.
ΤΑ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ
Μάνα μου τα κλεφτόπουλα τρώνε και τραγουδάνε,
άιντε πίνουν και γλεντάνε.
Μα ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν τρώει, δεν τραγουδάει,
μάϊδε πίνει, δε γλεντάει.
Μόν' τ' άρματά του σύναζε, του ντουφεκιού του λέει:
γεια σου Κίτσο μου λεβέντη.
Ντουφέκι μου περήφανο, σπαθί ξεγυμνωμένο,
μία χαρά ήσουν το καημένο.
Πόσες φορές με γλύτωσες απ’ των εχθρών τα χέρια,
και των Τούρκων τα μαχαίρια.
ΜΑΡΑΘΗΚΑΝ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ (Ο ΔΗΜΟΣ)
Μαράθηκαν τα δέντρα κι ούλα τα κλαριά,
μαράθηκε κι o Δήμος από τα κλάηματα
Βγαίνει στα Πέντ' Αλώνια, κι αγνάντιο στο χωριό,
βλέπει φωτιές να καίνε να καίν' τα σπίτια του.
Κι η μάνα του, του λέει και τον παρηγορεί:
Σώπα λεβέντη Δήμο και μην πικραίνεσαι,
εγώ σου παίρνω σπίτια, σου παίρνω πρόβατα.
Δεν κλαίω 'γω τα σπίτια, ουδέ τα πρόβατα,
μόν' κλαίω για την καλή μου για τη γυναίκα μου.»
ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απολογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
~
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
~
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
- Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.
~
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
- Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
- Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
~
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
~
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο...
ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ
Σαράντα παλικάρια
από τη Λει-. από τη Λειβαδιά.
Πάνε για να πατήσουνε
την Τροπο-, μωρ' την Τροπολιτσά
Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα,
μωρ' γέροντ' απαντούν.
Ώρα καλή σου γέρο
καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.
Πού πάτε παλικάρια
πού πάτε βρε, πού πάτε βρε παιδιά.
Πάμε για να πατήσουμε
την Τροπο-, μωρ' την Τροπολιτσά
Ο ΛΙΟΥΛΙΟΣ
Ποιος είναι εκείνος
που είναι εκεί πέρα
αχ Λιούλιε καημένε, καημένε Λιούλιε
Λιούλιε μου και μανουσάκι
τ’ άσπρο σου το γελεκάκι
μην είναι ο Γιώργος
μην είναι ο Κώστας
Λιούλιε καημένε, καημένε Λιούλιε
Λιούλιε μου και μανουσάκι
τ΄άσπρο σου το ρουχαλάκι
Δεν είναι ο Γιώργος
δεν είναι ο Κώστας
αν είναι ο Λιούλιος
γεια σου βρε Λιούλιε
Λιούλιε μου και παινεμένε
συ μας τρέλανες καημένε
ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΠΟΤΗΡΙ
Μαύρα μά-, καλέ κοντούλα,
μαύρα μάτια στο ποτήρι.
Μαύρα μάτια στο ποτήρι,
γαλανά στο παραθύρι.
Δώσ’ μου τα, καλέ κοντούλα,
δώσ’ μου τα να τ’ αγοράσω.
Δώσ’ μου τα να τ’ αγοράσω
κι ότι έχω ας το χάσω.
Δεν πουλιό-, μωρέ λεβέντη,
δεν πουλιόνται αυτά με γρόσια
Δεν πουλιόνται αυτά με γρόσια,
μ’ εκατό και με διακόσα.
Θα τα δώ-, μωρέ λεβέντη,
θα τα δώσω στον καλό μου
Θα τα δώσω στον καλό μου
και στον αγαπητικό μου.
ΑΓΚΙΝΑΡΑ ΜΕ Τ’ ΑΓΚΑΘΙΑ
Αγκινάρα με τ' αγκάθια
και με τα λουλούδια τ' άσπρα
και με τα λουλούδια τ' άσπρα
αγκινάρα με τ' αγκάθια
Μην παραμυρίζεις τόσο
και με κάνεις και νυχτώσω
και με κάνεις και νυχτώσω
μην παραμυρίζεις τόσο
Κι αν νυχτώσεις παλικάρι
κάτσε να βγει το φεγγάρι
κάτσε να βγει το φεγγάρι
κι αν νυχτώσεις παλικάρι
Να σε δω να σε γνωρίσω
και να σε γλυκορωτήσω
και να σε γλυκορωτήσω
να σε δω να σε γνωρίσω
ΤΟΥ ΛΕΒΕΝΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
Λεβέντης ερροβόλαγε από τα κορφοβούνια,
με το μαντήλι 'ς το λαιμό, το βαροκεντημένο.
Είχε το φέσι του στραβά και τα μαλλιά κλωσμένα,
κ' έστριφτε το μουστάκι του και ψιλοτραγουδούσε.
Κι' ό Χάρος τον αγνάντεψε από ψήλη ραχούλα,
καρτέρι πάει και τόβαλε 'ς ένα στενό σοκάκι.
'Γεια σου, χαρά σου, Χάροντα. - Καλό 'ς το το λεβέντη.
Λεβέντη μ', πούθεν έρχεσαι, λεβέντη μ', πού πηγαίνεις;
-Από τη μάντρα μου έρχομαι, 'ς το σπίτι μου πηγαίνω.
Πάου να πάρω το ψωμί και πίσω να γυρίσω.
-Λεβέντη μ', μ' έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
-Χωρίς ανάγκη κι' αρρωστιά ψυχή δεν παραδίνω.
Μον' έβγα να παλέψουμε σε μαρμαρένιο αλώνι,
κι' α με νικήσεις, Χάροντα, να πάρεις την ψυχή μου,
κι' α σε νικήσω πάλι εγώ, πήγαινε 'ς το καλό σου."
Πιαστήκαν και παλεύανε απ' το πουρνό ως το βράδυ,
κ' εκεί 'ς το γύρισμα του ηλιού που τρέμ' να βασιλέψει
ακούν το νιο που βόγκηξε και βαριαναστενάζει.
"Άσε με, Χάρε μ', άσε με παρακαλώ να ζήσω,
τι έχω τα πρόβατα άκουρα και το τυρί 'ς το ζύγι,
τι έχω γυναίκα παρανιά και χήρα δεν της πρέπει,
τι έχω παιδί κ' είναι μικρό κι' ορφάνια δεν του μοιάζει.
-Τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγειέται,
και ταρφανό πορεύεται κ' η χήρα κυβερνειέται."
ΤΗΣ ΛΥΓΕΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
Η Ευγενούλα η μοσκονιά κ' η μικροπαντρεμένη
εβγήκε κ' επαινεύτηκε πως Χάρο δε φοβάται,
γιατί ειν' τα σπίτια της ψηλά, κι' ο άντρας της παλικάρι,
γιατί έχει τους εννιά αδερφούς, τους καστροπολεμίταις,
π' όλα τα κάστρα πολεμούν κ' οι χώρες παραδίνουν.
Κι' ο Χάρος όπου τ' άκουσε, πολύ του βαρυφάνη.
Μαύρο πουλί νεγίνηκε, σαν άγριο χελιδόνι,
εβγήκε κ' εσαΐτεψε τη μοναχή την κόρη
μέσ' 'ς το λιανό το δάχτυλο που χε την αρραβώνα.
Κ' εμπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρεμό δε βρίσκουν,
κ' εμπαινοβγαίνει η μάννα της με τα μαλλιά λυμένα.
"Τί έχεις, μανούλα μου, και κλαις, τι έχεις κι' αναστενάζεις;
-Πεθαίνεις, Ευγενούλα μου, και τι μου παραγγέλνεις;
-Σ' αφήνω, μάννα, το έχε γεια και ντύσε με σα νύφη,
κι' όταν θα σόρθη ο Κωνσταντής να μη μου τον πικράνεις,
μόν' στρώσ' του γιόμα να γευτεί και δείπνο να δειπνήσει,
κι' άπλωσε μεσ' 'ς την τσέπη μου και πάρε το κλειδί μου,
και βγάλ' τον αρραβώνα του και τα χαρίσματα του,
και δώσ ' του τα του Κωσταντή, αλλού ν' αρραβωνίσει,
ωσάν κ' εγώ παντρεύομαι, παίρνω το Χάρον άντρα."
Κι' ο Κωσταντής επρόβαλε 'ς τους κάμπους καβαλάρης,
με δεκαπέντε φλάμπουρα, μ' εννιά ζυγιαίς παιχνίδια,
με τετρακόσιους άρχοντες, πεζούς καβαλλαραίους.
Βλέπει μεγάλη σύναξη, οπού ναι μαζωμένοι.
"Για χαμηλώστε, φλάμπουρα, πάψετε σεις, παιχνίδια,
γιατί σταυρός επρόβαλε απ' το πεθερικό μου,
για πεθερός μου πέθανε, για πεθερά μου χάθει,
για απ' τα γυναικαδέρφια μου κανένα νεσκοτώθει."
Και τάλογό του εβάρεσε 'ς του πεθερού να πάγει.
Αυτού σιμά, αυτού κοντά βαστούσε μοναστήρι.
Βρίσκει τον πρωτομάστορη κ' έκανε το κιβούρι.
'"Να ζήσης, πρωτομάστορη τίνος είν' το κιβούρι;
-Είναι τανέμου, του καπνού και της ανεμοζάλης.
-Για πέ μου, πρωτομάστορη, καθόλου μη μου κρύψεις.
-Ποιος έχει γλώσσα να σ' το πη, στόμα να σου μιλήσει.
Τούτ' η φωτιά που σ' άναψε, ποιος θε να σου τη σβήσει;
Η Ευγενούλα απέθανε νη πολυαγαπημένη.
-Να ζήσης, πρωτομάστορη, κάμε το πιο μεγάλο.
Να ναι πλατύ, να ναι μακρύ, νά ναι για δυο νομάτους."
Βιτσιά βαρεί ταλόγου του, 'ς του πεθερού του πάει.
Βρίσκει παπάδες πόψελναν, μοιρολογίστραις κλαίουν.
"Μεριά σταθείτε, ψάλτηδες, μεριά, μοιρολογίστρες!"
Χρυσό μαντήλι σήκωσε την είδε αποθαμένη.
Σκύφτει, φιλεί γλυκά γλυκά, γλυκά την αγκαλιάζει,
χρυσό μαχαίρι νέβγαλε ναπ' αργυρό φηκάρι,
ψηλά- ψηλά το σήκωσε και 'ς την καρδιά το χώνει.
Εκεί που θάψανε το νιο φύτρωσε κυπαρίσσι,
κ' εκεί που θάψανε τη νια εβγήκε καλαμιώνα.
Λυγογυρίζει η καλαμιά, σκύφτει το κυπαρίσσι.
Κ' ένα πουλί κελάδαε, 'ς άλλο πουλί ξηγειώνταν.
"Για δες τα τα κακόμοιρα, τα πολυαγαπημένα!
δε φιλήθηκαν ζωντανά, φιλιούνται πεθαμένα."
ΕΝΑΣ ΑΗΤΟΣ
'Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης
από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του,
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση,
μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά, ψηλά 'ς τα κορφοβούνια.
Κ’ έριξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους,
εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του.
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε, 'ς ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει.
"Ήλιε, για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα,
να λειώσουνε τα κρούσταλλα, να λειώσουνε τα χιόνια,
να γίνει μια άνοιξη καλή, να γίνει καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια.
ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΟΥ ΒΕΝΕΤΣΑΝΑΚΗ(1780)
Α'
Πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός, πάλι να βρέξη θέλει,
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά και της Μηλιάς ο κάμπος.
Εσύρανε τα ρέματα, εσύραν τα λαγκάδια,
κ’ εκόπηκε το πέρασμα, κ' εκόπη το γιοφύρι,
που κει περνάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
με τα μπαϊράκια τα χρυσά, τοις ασημομπιστόλαις.
Κινάν και πάν 'ς την εκκλησιά για να λειτρουγηθούνε,
φορούν τα πόσια τα χρυσά, τοις ασημοπαλάσκαις.
Σίντας ξελειτρουγήσανε και βγήκαν 'ς την κουβέντα,
πετάχτηκε ό Κωσταντής και λέει του Δημητράκη.
"Τούτ’ η χαρά πού χομ' εμείς σε λύπη θα μας φέρη,
πολλή Τουρκιά μας έζωσε, ο Θιός να μας γλυτώση."
Τακούει ο Παναγιώταρος κ'εσβήστει από τα γέλια.
"Τι λες, κουμπάρε Κωσταντή, τι λες, τι κουβεντιάζεις;
Τίγαρις είναι του Μυστρά να το πατούν οι Τούρκοι;
Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο πύργος,
ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε, μαϊδέ και ο Αλαμάνος."
Κι ακόμα ο λόγος έστεκε κ' η συντυχιά κρατειώταν,
Μπουλούκπασας τους έκλεισε με χίλιους πεντακόσιους.
Τρεις περδικούλαις κάθουνται 'ς τον πύργο της Καστάνιας,
η μία κλαίει τον Κωσταντή, η άλλη το Δημητράκη,
κ' η τρίτη η καλύτερη κλαίει τον Παναγιώτη.
Β'
Τι έχουν της Μάνης τα βουνά οπού είναι βουρκωμένα,
καν ο βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε.
Μηδέ ο βοριάς τα βάρεσε, μηδ' η νοτιά τα πήρε,
παλεύει ο Καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει ο Αλή μπεης μ’ άρματα του πελάγου.
'Σ την Άρια που έριξε τ' ορδί διαβάζει το φερμάνι.
"Ποιος ειν' ο Παναγιώταρος, ποιον λεν Κολοκοτρώνη,
να ρθούν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε."
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του φάνη.
"Δεν προσκυνούμε Αλή μπεη, ο νους σου μη το βάνη,
τάρματα δεν τα δίνομε, ραγιάδες να γενούμε,
παρά θα γίνη πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια."
Κι' ο Αλή μπεης σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη.
Δώδεκα ημέραις πολεμάει με τόπια με ντουφέκια,
την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
καρσί 'ς τον πύργο τά βαλαν, τον πύργο να χαλάσουν.
Βλέπουν τον πύργο κ' έτρεμε, κ' ήθελε για να πέση...
Γ’
Εσείς βουνά, ψηλά βουνά, με τα δασιά κλαριά σας,
με τα δασιά τα έλατα, το εν' απάνω 'ς τάλλο,
και πύργε της Καστάνιτσας, οπού βαστάτε κλέφταις,
τους κλέφταις τί τους κάματε, τους Κολοκοτρωναίους;
οπού φορούν χρυσά σπαθιά, μπαλάσκαις ασημένιαις,
χρυσά 'ν' και τα ντουφέκια τους, χρυσά μαλαματένια,
και τα τσαπράζια που φορούν, ούλο μαργαριτάρια.
Κείνοι το Μάρτη εδώ ήσανε και τον μισόν Απρίλη,
και την ημέρα τ' άη Γιωργιού, που είναι το πανηγύρι,
φίλοι τους επροσκάλεσαν, τους είχανε τραπέζι.
Πάνω ποβάλαν τα φαγιά, κ' έκαμαν το σταυρό τους,
ψιλή φωνίτσα νάκουσαν, ψιλή φωνή νακούνε.
«Γι' αφήστε τα καλά φαγιά και πάρτε τα ντουφέκια,
τι οι Τούρκοι σας επλάκωσαν, τι οι Τούρκοι σας επήραν.»
Και τα ντουφέκια πήρανε, και τα σπαθιά τραυήξαν,
τους Τούρκους εκυνήγησαν, τους κάμαν ένα ένα.
ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ
Ήταν ημέρα βροχερή και νύχτα χιονισμένη,
όταν για την Τριπολιτσάν εκίνησ’ ο Κιαμίλης.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει
και εις το δρόμο το Θεό παρακαλεί και λέει:
Θεέ μ’ εκεί τους προεστούς, εκεί τους δεσποτάδες
να εύρω, στο κεφάλι τους να πάρουν τους ραγιάδες,
να μην σηκώσουν άρματα και πάνε με τους κλέφτες.
Σαν έφτασε, και οι Γραικοί επλάκωσαν το κάστρο,
τους Τούρκους έκλεισαν στενά, βαριά τους πολεμούσαν.
Κολοκοτρώνης φώναξεν από το μετερίζι:
- Προσκύνησε, Κιαμίλμπεη, στους Κολοκοτρωναίους,
να σου χαρίσω τη ζωή εσέ και τα παιδιά σου,
εσέ και τα χαρέμια σου κι’ όλην τη γενιά σου.
- Μετά χαράς σας, Έλληνες, κι’ εσείς καπεταναίοι,
ευθύς να προσκυνήσωμε στους Κολοκοτρωναίους.
Μπουλούκπασης εφώναξε ν’ απάν’ από την τάμπια:
- Δεν προσκυνούμε, ν’ άπιστοι, σ’ εσάς βρωμοραγιάδες!
Έχουμε κάστρα δυνατά και βασιλιά στην Πόλη,
έχουμ’ανδρείο στράτευμα και Τούρκους παλικάρια,
που τρώνε πέντε στο σπαθί και δέκα στο τουφέκι,
και δεκαπέντε στ’άλογο, διπλούς στο μετερίζι.
- Τώρα να ιδήτε, φώναξε τότ’ ο Κολοκοτρώνης,
να ιδήτ’ ελληνικά σπαθιά και κλέφτικα τουφέκια,
πώς πολεμούν οι Έλληνες και πελεκούν τους Τούρκους!
Τρίτη,Τετράδη, θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε –ποτέ να μη ’χε φέξει–
έβαλαν οι Γραικοί βουλή το Κάστρο να πατήσουν.
Σαν αετοί επήδησαν, εμπήκαν σαν πετρίτες
κι’ άδειασαν τα τουφέκια τους, τη λιανομπαταρία.
Κολοκοτρώνης φώναξεν απ’ τ’ Αηγιωργιού την πόρτα:
- Μολάτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
Βάλετε την Τουρκιάν εμπρός, σαν πρόβατα στη μάντρα.
Τους πήγαν και τους έκλεισαν εις τη μεγάλη ντάπια.
Απολογάτ’ο Κεχαγιάς, λέει του Κολοκοτρώνη:
Κάμε νισάφι στην Τουρκιά, κόψε πλην άφ’σε κιόλας!
- Τι φλυαρείς, βρωμότουρκε, Τι λες παλιομουρτάτη,
Νισάφι έκαμες εσύ εις την πικρή Βοστίτσα,
όπ’ έσφαξες τ’ αδέλφια μας και όλους τους εδικούς μας.
ΜΑΝΝΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΜΑΣ
Μάννα, 'ς το περιβόλι μας και 'ς τις πορτοκαλιές μας
έγειρα ν' αποκοιμηθώ, λίγον ύπνο να πάρω,
κι' εκεί περάσαν τρεις αετοί και τρεις καλοί λεβέντες.
Ο ένας με μήλο με βαρεί κι ο άλλος με δαχτυλίδι,
κι ο τρίτος ο καλύτερος μια μαχαιριά μου δίνει.
Μάννα το μήλο τόφαγα, το δαχτυλίδι τόχω,
τη μαχαιριά, τη χατζαριά δε μπόρ' να τη βαστάξω
ΓΙΑ ΕΙΔΕΣΤΕ ΤΟΝ ΑΜΑΡΑΝΤΟ
Για ειδέστε τον αμάραντο σε τι βουνό φυτρώνει,
φυτρώνει μέσ' τα δύσβατα στις πέτρες στα λιθάρια,
τον τρων τα 'λάφια και ψοφούν τ' αγρίμια κι ημερεύουν
το τρων τα λάγια πρόβατα και λησμονούν τ' αρνιά τους
τον τρώνε και τα ήμερα και λησμονούν τη στρούγκα,
κι αν μ' έκανε τι μ' ήθελε κι αν μ' έχει τι με θέλει,
π' εγώ στα ξένα περπατώ, στα ξένα τρώ και πίνω.
ΜΑΥΡΗ ΖΩΗ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΜΕ
Μαύρη, μωρέ, πικρή ζωή που κάνουμε
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες,
Ποτέ, μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
και δεν ασπροφορούμε
Όλη, μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο
Όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι, το βράδυ καραούλι
Κοντά, μωρέ, κοντά, στα ξημερώματα
Κοντά στα ξημερώματα γυρίζω να πλαγιάσω, γυρίζω να πλαγιάσω
Το χε- μωρέ, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το σπαθί μου στρώμα
Το κα'μωρέ, καριοφίλι μ΄αγκαλιά
Τι καριοφίλι μ΄ αγκαλιά σαν το παιδί την μάνα, σαν το παιδί τη μάνα.
ΜΟΥ ΠΑΡΑΓΓΕΙΛΕ Τ’ ΑΗΔΟΝΙ
Mου παράγγειλε τ' αηδόνι
με το πετροχελιδόνι
να του φτιάσω τη φωλιά του
μέσα στα βασιλικά του,
να την πλέξω με την τάξη
γύρω γύρω με μετάξι.
Tου παράγγειλα κι εγώ:
«Tο μετάξι είν' ακριβό».
Mου παράγγειλε κι εκείνο:
«Όσο κάνει εγώ τα δίνω».
ΝΑ ‘ΤΑΝ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ
Ωρέ να ΄ταν τα νιάτα,
να ΄ταν τα νιάτα δυο φορές,
να ΄ταν τα νιάτα δυο φορές
τα γηρατειά καμία.
Όρε να ξανανιώσω
να ξανανιώσω πουλί μου μια φορά
να ξανανιώσω μια φορά
να γίνω παλικάρι.
Όρε να βάνω το φε-,
να βάνω το φεσάκι μου,
να βάνω το φεσάκι μου,
να βγαίνω στο παζάρι.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάζει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σείετ’ ο απάνω κόσμος,
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά, πως θα τονε σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αητό, τση γης τον αντρειωμένο.
σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπηλιό δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,
χαρά κι’ αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
στο βίτσιμα 'πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ' αγρίμια.
ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει,
κι ελάβωσε του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.
πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους.
νάρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, νάρθει κι γιος του Δράκου,
νάρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.
κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.
"σαν τι να σ’ ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;"
"φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,
συχάσατε, καθίσατε, κι εγω σας αφηγιέμαι.
της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχουν,
κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρείς οργιές κοντάρι.
βουνά καί κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.
και τόσα χρόνια πούζησα δω στον απάνω κόσμο,
κανέναν δεν φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
τώρα είδα έναν ξυπόλητο κα? λαμπροφορεμένο,
πούχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του".
Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια,
κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι.
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
"Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων".
"Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει".
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
"Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ’, μαζί μου ελάτε".
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.
Πηγή! Ψάρι.Κορινθ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου