Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Έφυγε» από την ζωή

«Έφυγε» από την ζωή η Σταυρούλα Ιωάννη Καμαρινοπούλου.
Ταλαιπωρήθηκε πολύ στα τελευταία χρόνια της ζωής της από ασθένεια.
Ο θάνατος της όπως είναι φυσιολογικό προκάλεσε θλίψη στους οικείους και τους γνωστούς της. 
Η κηδεία έγινε χθες στο Αρφαρά.  Ο Θεός να την αναπαύσει και να είναι ελαφρύ το χώμα που  την σκέπασε. Στους οικείους της εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια.

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Έθιμα γάμου στην Μεσσηνία

Έθιμα γάμου στην Μεσσηνία, όπου ο παραδοσιακός γάμος θεωρούνταν το πιο χαρμόσυνο γεγονός τόσο για το ζευγάρι και τα συγγενικά τους πρόσωπα όσο και για όλο το χωριό, μιας και όλοι τους ήταν καλεσμένοι για να γιορτάσουν, να ευχηθούν και να γλεντήσουν μέχρι….τελικής πτώσης!
ΓΑΜΟΣ 2Τα έθιμα στην Μεσσηνία πρόσταζαν πριν τον γάμο να γίνουν οι αρραβώνες, πάντα Σαββατόβραδο στο σπίτι της νύφης, όπου ο πατέρας του γαμπρού περνούσε στους μελλόνυμφους τις βέρες κάνοντας πρώτα με αυτές το σήμα του σταυρού στο εικόνισμα. Έπειτα ακολουθούσε μεγάλο γλέντι στο οποίο συμμετείχαν συγγενείς και από τα 2 σόγια. Οι γονείς καθόριζαν την ημερομηνία γάμου και τα παιδιά στο διάστημα αυτό είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν καλύτερα. Κουμπάρος γινόταν ο νονός του γαμπρού. Οι προσκλήσεις για τον γάμο ήταν προφορικές και οι καλεσμένοι ήταν ενημερωμένοι σχεδόν από τους αρραβώνες για το πότε θα τελεστεί ο γάμος ο οποίος σίγουρα θα γινόταν ημέρα Κυριακή.
Την Τετάρτη πριν τον γάμο, οι κοπέλες πήγαιναν στα σπίτια των μελλονύμφων για να πιάσουν όπως λέγονταν το προζύμι με το οποίο θα φτιάχνονταν οι πίτες του γάμου. Για να είναι το πρώτο παιδί του ζευγαριού αγόρι, το αλεύρι ξεκινούσε να το κοσκινίζει ένα αγόρι πρωτότοκο.


Την Πέμπτη, κοπέλες, από το σόι και το περιβάλλον της νύφης, πήγαιναν στο δάσος κι έφερναν φτέρη και άνθη με τα οποία γέμιζαν τα μαξιλάρια και στόλιζαν το «γιούκο» της.
Την Παρασκευή γινόταν στο σπίτι της νύφης το άπλωμα των προικιών και το απόγευμα πήγαιναν οι γυναίκες του χωριού για να τα δουν. Το βράδυ τα δίπλωναν πάνω σε μπαούλα και το Σάββατο το πρωί οι συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν να τα πάρουν με άλογα. Αφού γλεντούσαν τα φόρτωναν στα άλογα τα οποία η μητέρα της νύφης στόλιζε με λευκά μαντήλια που έδενε στο καπίστρι τους. Ευχόταν να είναι καλορίζικα και έφευγαν.
Την Κυριακή το γλέντι ξεκινούσε απ’ το πρωί.
Άρχιζαν μετά τις δέκα η ώρα να καταφθάνουν στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης οι καλεσμένοι τους. Τους είχαν καλέσει από προηγούμενες ημέρες για το γάμο και τα στεφανώματα. Όσους καλούσαν για το γάμο έπρεπε να καθίσουν στο τραπέζι το μεσημέρι και το βράδυ, ήσαν δε υποχρεωμένοι να πάνε ο κάθε ένας με το «ντενταρούκι» του. Το ντενταρούκι του γάμου, αποτελούσαν μια πίττα (ψωμί καλοζυμωμένο και επάνω κεντημένο με άνθη και παραδόσεις διάφορες), ένα σφάγιο, αρνί ή κατσίκι, ή κανένα κομμάτι από σφάγιο (μπούτι) και μερικά γλυκά συνήθως δίπλες, ωραία διπλωμένα σε ταυλομεσάλα (τραπεζομάντιλα) και τοποθετημένα όλα σε σακκούλια. Έπειτα ο γαμπρός πήγαινε με ακολουθία να πάρει την νύφη. Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό τότε πήγαιναν να την ανταμώσουν με άλογα στολισμένα με τα καλύτερα χρωματιστά κιλίμια και μεταξωτά μαντήλια. Έπειτα γινόταν και γλέντι τρικούβερτο ώς το πρωί.
Την Δευτέρα το μεσημέρι η νύφη μετά το φαγητό πρόσφερε δώρα στην πεθερά και αν υπήρχε στην κουνιάδα της, ενώ έδινε στους καλεσμένους από ένα μεταξωτό μαντήλι. Αργότερα κατέβαιναν στην βρύση του χωριού όπου και έριχναν νομίσματα για την νύφη και εκείνη τους κερνούσε νερό με ένα πήλινο κανάτι ενώ ακολουθούσε ένα παιχνίδι το γνωστό σήμερα μπουγέλωμα. Τις δυο επόμενες εβδομάδες, οι Κυριακές ήταν αφιερωμένες στους γονείς της νύφης όπου γίνονταν τα πιστόφια, δηλαδή η επιστροφή της νιόπαντρης στο πατρικό της για να δει τους γονείς της και να γλεντήσουν για ακόμη μια φορά.
Αξιοσημείωτο ήταν πως για ένα χρόνο μετά τον γάμο, το νιόπαντρο ζευγάρι δεν θα έπρεπε να παρευρεθεί σε μνημόσυνο ή κηδεία ούτε για ένα χρόνο να βάλουν στο στόμα τους κόλλυβα. Ακόμη και αν τύχαιναν σε ένα τέτοιο περιστατικό έβγαιναν από την εκκλησία ώσπου να τελειώσει. Κάποια από τα έθιμα της Μεσσηνίας ισχύουν ακόμη άλλα όχι. Το σημαντικό όμως είναι ότι ακόμη και σήμερα ξέρουν να δίνουν στον γάμο την τιμή που του αξίζει και ξέρουν να γλεντούν. Έτσι ο παραδοσιακός γάμος στην Μεσσηνία με την πινελιές εκσυγχρονισμού συνεχίζει να είναι απλά τέλειος.


Πηγή: ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδιά


“Ένας θούριος για την αθάνατη κλεφτουριά”
Όλοι έχουμε ακούσει, πολλοί το έχουμε τραγουδήσει και χορέψει, αυτό το αθάνατο δημοτικό μας τραγούδι, πόσοι όμως γνωρίζουν το γεγονός απ’ όπου προήλθε;
Σκαλίζοντας την ιστορία θα δούμε ότι για την προέλευση αυτού «του θούριου της αθάνατης κλεφτουριάς», υπάρχουν αρκετές εκδοχές που όλες αναφέρονται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά και πολλές παραλλαγές του που τις συναντούμε σε πολλά μέρη της πατρίδας
μας.
Η πρώτη λέει πως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας «Λιβαδιά» ονομαζόταν
μια περιοχή ανάμεσα στα χωριά Κωνσταντίνοι και Διαβολίτσι της Μεσσηνίας που ήταν λιβάδια-βοσκοτόπια, τα οποία ήταν ένας από τους μεγαλύτερους λιβαδότοπους της περιοχής, εξ ου και το όνομα «Λιβαδιά». Κατά την εκδοχή αυτή λοιπόν, από εκεί κίνησαν τα «Σαράντα παλικάρια» να πάνε για κλεψιά στην Τριπολιτσά, που τότε φημιζόταν για τα πολλά πλούτη και τις όμορφες κοκόνες της.
Η δεύτερη λέει πως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας «Λιβαδιά» ονομαζόταν
ένα μικρό Οροπέδιο στο Όρος Λύκαιο, στα όρια των Νομών Μεσσηνίας και Αρκαδίας, στο οποίο υπήρχε λιβάδι αλλά και λημέρι-εκπαιδευτήριο τηςκλεφτουριάς. Κατά την εκδοχή αυτή λοιπόν, από εκεί κίνησαν τα «Σαράντα παλικάρια» για ναπάνε για κλεψιά στην Τριπολιτσά.
Η τρίτη λέει πως «Τα σαράντα παλικάρια» κίνησαν να πάνε για κλεψιά στην Τριπολιτσά,
Από την περιοχή του Λιονταριού της Μεγαλόπολης και ο γέρος που συνάντησαν στο δρόμο τους ήταν ο πατέρας του ήρωα της επανάστασης του ’21 Νικηταρά του Τουρκοφάγου, Σταματέλος Τουρκολέκας.
Η τέταρτη λέει πως τα «Σαράντα παλικάρια» κίνησαν να πάνε για κλεψιά στην Τριπολιτσά από τον Άγιο Πέτρο της Κυνουρίας και ο γέρος που συνάντησαν στο δρόμο τους ήταν ο πατέρας του πρωτοκλέφτη Μάντζαρη που καταγόταν από την περιοχή της Τεγέας.
Η πέμπτη λέει πως τα «Σαράντα παλικάρια» κίνησαν να πάνε για κλεψιά από την Λιβαδειά της Βοιωτίας στην Τοπολιτσά της Βοιωτίας, το σημερινό Κάστρο, που τότε ονομαζόταν «Τοπολιτσά» και ο γέρος που συνάντησαν στο δρόμο τους ήταν ό περίφημος Ρουμελιώτης πρωτοκλέφτης Ανδρέας Βερούσης, ο πατέρας του ήρωα της επανάστασης του ’21 Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Όλες οι εκδοχές προέλευσης του τραγουδιού, εκ πρώτης όψεως φαίνονται πειστικές. Αν τις «ψάξουμε» όμως λίγο, θα καταλήξουμε στο σχεδόν βέβαιο συμπέρασμα πως, αν τα σαράντα παλικάρια κίνησαν να πάνε για κλεψιά στην Τριπολιτσά, τότε πιο πειστικές είναι αυτές που αναφέρουν ως αφετηρία τους τις κοντινές στην Τριπολιτσά Λιβαδιές, της Μεσσηνίας ή του Λυκαίου όρους.
Όμως, όποια εκδοχή προέλευσής του τραγουδιού και να δεχτούμε ένα είναι το αναμφισβήτητο γεγονός: Το τραγούδι αναφέρεται σε ένα από τα πολλά περιστατικά
της ζωής των κλεφτών στην περίοδο της μαύρης Τούρκικης σκλαβιάς. Μιας πολύ σκληρής ζωής στα βουνά της σκλαβωμένης πατρίδας μας. Σίγουρα δε εκφράζει τους ατίθασους, τους ασυμβίβαστους, τους παράτολμους, τους «τρελούς», νέους εκείνης της μαύρης περιόδου, που αν δεν ήταν τέτοιοι, ίσως σήμερα να ήμασταν ακόμα σκλάβοι.
Όπως σημείωσα παραπάνω, εκτός από τις πολλές εκδοχές προέλευσης του, το τραγούδι αυτό το συναντούμε και σε αρκετές παραλλαγές σε διάφορα μέρη της πατρίδας μας, Μωριά, Ρούμελη, Κρήτη, Λέσβο, Κύπρο κ.α. Η παραλλαγή πάντως που τραγουδιέται και χορεύεται κατά κόρον, είναι αυτή που συνδέεται με τις προαναφερόμενες «Λιβαδιές» και την Τριπολιτσά:
Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδιά,
καλά κι αρματωμένα πάνε για κλεψιά στην Τριπολιτσά.
Στο δρόμο που πηγαίναν και στην δημοσιά
απάντησαν έναν γέρο έναν κλεφτόγερο.
Γεια σου χαρά σου γέρο καλώς τα, τα παιδιά.
Που πάτε παλικάρια που πάτε ορέ παιδιά;
Πάμε για κλεψιά στην Τριπολιτσά
που έχει όμορφα κορίτσια και πολλά φλουριά.
Προσέξτε παλικάρια προσέξτε ορέ παιδιά
στην Τρίπολη πριν μπείτε και στα περίχωρα,
έχει όμορφες κοκόνες μα και γλυκά κρασιά.
Τηράτε μη σας μεθύσουν και σας πιάσουνε
στον πλάτανο θα σας πάνε να σας κρεμάσουνε.
Ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης γράφει γι αυτό το τραγούδι στο βιβλίο του «ΕΚΛΟΓΑΙ, Από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού» σελ. 32: Οι πολεμικές γνώσεις, τις οποίες πρέπει να έχει ο κλέφτης και οι κανόνες του βίου του, τους οποίους απαραιτήτως οφείλει να τηρεί, εκτίθενται ευσυνόπτως εις το προκείμενο άσμα, υπό τον τύπον οδηγιών γέροντος κλέφτη προς πρωτόπειρους πολεμιστές. Ο κλέφτης πρέπει να έχει ασφαλείς τόπους καταυλισμού, να ξέρει τις οδούς και τις ατραπούς των ορέων, να γνωρίζει πόθεν δύναται να πορίζεται τα εφόδιά του, πρωτίστως δε να διάγει βίο σώφρονα και νηφάλιο, αποφεύγων τους πότουκαι την προς τας γυναίκας κοινωνία, διότι η παρέκκλιση από των όρων τούτων του βίου του, θα του φέρει τον όλεθρο και την καταστροφή. Στο προκείμενο άσμα, παραλλαγές τινές έχουν διηγηματικό σχήμα. Οι νέοι δεν άκουσαν τις νουθεσίες του έμπειρου γέροντος κλέφτη και διέτρεξαν μέγα κίνδυνο από τον οποίον τους διέσωσε αποδεικνύοντάς τους ότι ήταν υπέρτερος τους όχι μόνο στην γνώση αλλά και στην ανδρεία.
Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδιά,
καλά κι αρματωμένα πάνε για κλεψιά,
πάνε για να πατήσουνε την Τριπολιτσά.
Κανένα δεν έχουν πρώτο και τρανότερο,
γυρεύουν έναν γέρο για την ορμηνειά,
πήγαν και τον βρήκαν μέσα σε μια σπηλιά,
όπου έλειωνε τ’ ασήμι κι έφτιανε κουμπιά.
Γεια σου χαρά σου γέρο, καλώς τα, τα παιδιά,
καλώς τα παλικάρια τα κλεφτόπουλα.
Σήκω γέρο να βγούμε κλέφτες στα βουνά.
Δεν το μπορώ παιδιά μου γιατί γέρασα,
περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα
και πάρτε τον υιό μου τον μικρότερο
που ’χει λαγού ποδάρια και μπράτσα σίδερα
ξέρει τα μονοπάτια και τα σούρματα,
ξέρει τα λημέρια που λημέριαζα,
ξέρει τις βρύσες που έπινα νερό,
αχ και τα μοναστήρια που έπαιρνα ψωμί,
μα και τις τρύπες που κρυβόμουνα.
Προσέξτε παλικάρια, προσέξτε ορέ παιδιά,
στην Τρίπολη πριν μπείτε και στα περίχωρα,
έχει όμορφες κοκόνες και γλυκά κρασιά,
τηράτε μη σας μεθύσουν και σας πιάσουνε,
στον πλάτανο θα σας πάνε να σας κρεμάσουνε.
Του γέρου την ορμήνια τα παιδιά ξεχάσανε,
κρασί μπόλικο ήπιαν, μέθυσαν και τα πιάσανε,
στη φυλακή τα κλείσανε να τα κρεμάσουνε.
Σαν τ’ άκουσε ο γέρος χαμογέλασε,
την κουμπούρα ξεκρεμάει κι αρματώνεται,
στο δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον Πασά:
Ώρα καλή Πασά και συ ορέ Κατή,
για βγάλτε τα παιδιά από τη φυλακή,
γιατί θα σφυρίξω κλέφτικα να γίνει ταραχή.


Πηγή: Τα νέα των Σουλιμαίων.

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Εκδήλωση στην Πολιανή για τον Παπαφλέσσα.

Εκδήλωση στην Πολιανή για τον Παπαφλέσσα .
Η καθιερωμένη εκδήλωση στη μνήμη των ηρώων της Επανάστασης του 1821 Παπαφλέσσα (αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Δικαίου ή Φλέσσα) και Αναγνωσταρά (Χρήστου Κορομηλά) θα γίνει την Κυριακή 5 Ιουνίου στην Πολιανή.
Οι δύο ήρωες που κατάγονται από την Πολιανή, θυσιάστηκαν για την ελευθερία το 1825, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι και ο Αναγνωσταράς στη Σφακτηρία.
  Γράφτηκε από την  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ